θρηνώδης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(1ab)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θρηνώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> похожий на погребальную песнь, скорбный, жалобный (ἁρμονίαι Plat.; [[μέλος]] Plut.): τὸ θρηνῶδες τῆς ψυχῆς Plut. грустное настроение;<br /><b class="num">2)</b> склонный к плачу, плаксивый Plat.
|elrutext='''θρηνώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> похожий на погребальную песнь, скорбный, жалобный (ἁρμονίαι Plat.; [[μέλος]] Plut.): τὸ θρηνῶδες τῆς ψυχῆς Plut. грустное настроение;<br /><b class="num">2)</b> [[склонный к плачу]], [[плаксивый]] Plat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θρην-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like a [[dirge]], fit for a [[dirge]], Plat.
|mdlsjtxt=θρην-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like a [[dirge]], fit for a [[dirge]], Plat.
}}
}}

Revision as of 16:09, 19 August 2022

German (Pape)

[Seite 1218] ες, weinerlich, klagend; ἁρμονίαι Plat. Rep. III, 398 d 411 a; μέλος Hdn. 4, 2, 10; ὕμνος D. C. 74, 6; – τὸ θρηνῶδες τῆς ψυχῆς, neben φιλοπενθές, zum Klagen geneigte Stimmung, Plut. reip. ger. pr. 30. – Adv., los.

Greek (Liddell-Scott)

θρηνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος θρήνῳ, κατάλληλος πρὸς θρῆνον, ἁρμονίαι Πλάτ. Πολ. 398D, 411Α· φθόγγος, μέλος Πλούτ., κλ.· τὸ θρ. τῆς ψυχῆς, θρηνητικὴ διάθεσις, Πλούτ. 2. 822C. 2) = θρηνητικός, ἐπὶ προσώπ., Πλάτ. Νόμ. 792Α, πρβλ. Πολ. 606Α.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 qui exprime une plainte, plaintif, lamentable (rythme, chant, etc.);
2 porté à se lamenter, enclin à la tristesse.
Étymologie: θρῆνος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ θρηνώδης, -ες) θρήνος
αυτός που μοιάζει με θρήνο ή που γίνεται με θρήνο, θρηνητικός («θρηνώδη άσματα»)
αρχ.
1. (για πρόσ.) επιρρεπής σε θρήνο
2. φρ. «τὸ θρηνῶδες τῆς ψυχῆς» — ψυχική διάθεση για θρήνο.
επίρρ...
θρηνωδώς (ΑΜ θρηνωδῶς)
με θρηνώδη τρόπο, με θρήνους.

Greek Monotonic

θρηνώδης: -ες (εἶδος), αυτός που είναι ομοίος με θρήνο, αυτός που ταιριάζει σε θρήνο, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

θρηνώδης:
1) похожий на погребальную песнь, скорбный, жалобный (ἁρμονίαι Plat.; μέλος Plut.): τὸ θρηνῶδες τῆς ψυχῆς Plut. грустное настроение;
2) склонный к плачу, плаксивый Plat.

Middle Liddell

θρην-ώδης, ες εἶδος
like a dirge, fit for a dirge, Plat.