εὔπλαστος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔπλαστος:'''<br /><b class="num">1)</b> весьма гибкий, очень податливый ([[κηρός]], перен. [[ἦθος]] Plat.; [[νεότης]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> способный к творчеству, творческий (οἱ εὐφυεῖς Arst.).
|elrutext='''εὔπλαστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[весьма гибкий]], [[очень податливый]] ([[κηρός]], перен. [[ἦθος]] Plat.; [[νεότης]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[способный к творчеству]], [[творческий]] (οἱ εὐφυεῖς Arst.).
}}
}}

Revision as of 16:13, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπλαστος Medium diacritics: εὔπλαστος Low diacritics: εύπλαστος Capitals: ΕΥΠΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: eúplastos Transliteration B: euplastos Transliteration C: eyplastos Beta Code: eu)/plastos

English (LSJ)

ον, A easy to mould or put into shape, of a broken nose, Hp.Art.39 (Sup.); φύσει ποὺς εὔ. Aristaenet.1.12. 2 easy to mould, ductile, εὐπλαστότερον κηροῦ Pl.R.588d, cf. Ael.NA17.9, Dsc.4.75; φύσις (of sea-water) Arist.GA761a34 (Comp.); ἦθος Pl.Lg.666c (Comp.); of men, impressionable, Arist.Po.1455a33.

German (Pape)

[Seite 1088] 1) gut, leicht zu bilden, zu formen, λόγος κηρο ῦ εὐπλαστότερον Plat. Rep. IX, 588, d; vgl. Ael. H. A. 17, 9; so ἦθος Plat. Legg Il, 666 c; Sp., wie Plut. – 2) gut gebildet, gut erdacht, Arist. poet. 17. – Aber φύσις εὐπλαστοτέρα ist akt., leichter bildend, Arist. gen. an. 3, 11.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπλαστος: -ον, εὐκόλως πλαττόμενος, τιθέμενος εἰς καλὴν κατάστασιν, ἐπὶ τεθλασμένης ῥινός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 804. 2) εὐκόλως πλαττόμενος ἢ λαμβάνων σχῆμά τι, ἐπὶ κηροῦ, Πλάτ. Πολ. 588D· εὐκόλως μορφούμενος, ἦθος ὁ αὐτὸς ἐν Νόμ. 666C· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἀριστ. Ποιητ. 17. 4. ΙΙ. εὐκόλως ἢ καλῶς πλάττουσα, δίδουσα σχῆμα καὶ μορφήν, φύσις ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à façonner;
Cp. εὐπλαστότερος.
Étymologie: εὖ, πλαστός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔπλαστος, -ον)
1. (για κερί ή ύλη που μαλάσσεται, αναλύεται ή πήζει) ευκολόπλαστος
2. (για ανθρώπους) καλλίσωμος, καλοφτιαγμένος, συμμετρικός
3. (για λόγο) αυτός που διαμορφώνεται εύκολα, που έχει ευστροφία στην έκφραση
1. (με ενεργ. σημ.) αυτός που εύκολα πλάθει, που δίνει μορφή
2. (με παθ. σημ.) αυτός που πλάθεται εύκολα, που παίρνει εύκολα σχήμα
3. αυτός που τίθεται σε καλή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλαστός (< πλάθω)].

Russian (Dvoretsky)

εὔπλαστος:
1) весьма гибкий, очень податливый (κηρός, перен. ἦθος Plat.; νεότης Plut.);
2) способный к творчеству, творческий (οἱ εὐφυεῖς Arst.).