μελιχρός: Difference between revisions
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μελιχρός:'''<br /><b class="num">1)</b> приготовленный с медом или сладкий как мед ([[οἶνος]] Anacr., Anth.);<br /><b class="num">2)</b> пахнущий медом, медвяный ([[ὁμομαλίδες]] Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> [[сладкогласный]] ([[Σοφοκλῆς]] Anth.). | |elrutext='''μελιχρός:'''<br /><b class="num">1)</b> приготовленный с медом или сладкий как мед ([[οἶνος]] Anacr., Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[пахнущий медом]], [[медвяный]] ([[ὁμομαλίδες]] Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> [[сладкогласный]] ([[Σοφοκλῆς]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μελιχρός]], ή, όν [[μέλι]]<br />[[honey]]-[[sweet]], Theocr.:—metaph., of [[Sophocles]], Anth.:—comp. adv. μελιχρότερον, Anth. | |mdlsjtxt=[[μελιχρός]], ή, όν [[μέλι]]<br />[[honey]]-[[sweet]], Theocr.:—metaph., of [[Sophocles]], Anth.:—comp. adv. μελιχρότερον, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:20, 19 August 2022
English (LSJ)
ά, όν, A honey-sweetened, οἶνος Alc.34 (proparox.) Hp.Morb. 2.12, Telecl.24 (lyr.). 2 honey-sweet, ὀρομαλίδες Theoc.5.95; σῦκα AP6.191 (Corn. Long.). 3 metaph., ὑποσχεσίαι A.R.4.359; μελιχρότατος περὶ τὰς ἐννοίας Philostr.VS1.22.1; epithet of Sophocles, AP7.22 (Simm.); τὸ μελιχρότατον τῶν ἐπέων Call.Epigr.29; τὸ μ. ἐν ταῖς ἀκοαῖς D.H.Comp.1, cf. Dem.48; λωτοὶ κλάζοντες ἴσον φόρμιγγι μελιχρόν APl.1.8 (Alc.): Comp. Adv. μελιχρότερον Hedyl. ap. Ath. 11.473a. (Formed from μέλι, as πενιχρός from πενία.)
German (Pape)
[Seite 125] honigsüß (mit Honig bereitet); οἶνος, Anacr. 45, 11, l. d.; ὀρομάλιδες, Theocr. 5, 95; μελιχρότερος Χίου οἴνου, Dionys. 4 (XII, 108); übertr., μηροὶ μελιχρότεροι, Diosc. 1 (XII, 37). Von der Rede, Luc. rhet. praec. 11 u. a. Sp., wie D. C. 51, 12; auch αὐλοὶ μελιχρότεροι, Luc. musc. enc. 2.
Greek (Liddell-Scott)
μελιχρός: -ά, -όν, ἡδυσμένος μέλιτι, οἶνος Ἱππ. 465. 5 (Γαλην. μελίχρουν), Τηλεκλείδης ἐν «Πρυτάνεσι» 2. 2) γλυκὺς ὡς τὸ μέλι, ὀρομαλίδες Θεόκριτ. 5. 95· σῦκα Ἀνθ. Π. 6. 191. 3) μεταφορ., ὑποσχεσίαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 359· μ. περί τι Φιλόστρ. 522· ἐπίθετον τοῦ Σοφοκλέους, Ἀνθ. Π. 7. 22· ἔπος μελιχρότατον Καλλιμ. Ἐπιγράμμ. 28· τὸ μελιχρὸν ἐν ταῖς ἀκοαῖς Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 1· - συγκρ. ἐπίρρ. μελιχρότερον, Ἀνθ. Π. παράρτ. 28. (Σχηματισθὲν ἐκ τοῦ μέλι, ὡς τὸ πενιχρὸς ἐκ τοῦ πενία).
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
semblable à du miel, doux comme le miel.
Étymologie: μέλι ; cf. πενιχρός de πενία.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μελιχρός, -ά, -όν, αρσ. και μελιχρός)
1. αυτός που έχει γλυκαθεί με μέλι («μέλιχρος οἶνος», Αλκ.)
2. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («αἱ μὲν ἔχοντι λεπτόν... λεπύριον, αἱ δὲ μελίχροι», Θεόκρ.)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει το χρώμα ή τη γλυκύτητα του μελιού («μελιχρό σούρουπο»)
2. μτφ. απαλός, μαλακός, ήπιος
αρχ.
1. προσωνυμία του Σοφοκλέους στον Σιμωνίδη
2. μτφ. γλυκός, ωραίος, ευχάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + επίθημα -χρος (πρβλ. βδελυχρός, πενιχρός). Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, πρόκειται για αιολ. τ. του μελίχρως.
Greek Monotonic
μελιχρός: -ά, -όν (μέλι), γλυκός σαν μέλι, σε Θεόκρ.· μεταφ., λέγεται για τον Σοφοκλή, σε Ανθ.· συγκρ. επίρρ. μελιχρότερον, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
μελιχρός:
1) приготовленный с медом или сладкий как мед (οἶνος Anacr., Anth.);
2) пахнущий медом, медвяный (ὁμομαλίδες Theocr.);
3) сладкогласный (Σοφοκλῆς Anth.).
Middle Liddell
μελιχρός, ή, όν μέλι
honey-sweet, Theocr.:—metaph., of Sophocles, Anth.:—comp. adv. μελιχρότερον, Anth.