λελογισμένως: Difference between revisions

From LSJ

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , , $4 $5")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λελογισμένως:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> [[рассчитывая]], [[с]] (таким) расчетом (λ. [[ὅκως]] ἂν … Her.);<br /><b class="num">2)</b> с умом, разумно, рассудительно (λ. [[μᾶλλον]] ἢ σθένει Eur.; ποιεῖν τι Plut.).
|elrutext='''λελογισμένως:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> [[рассчитывая]], [[с]] (таким) расчетом (λ. [[ὅκως]] ἂν … Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[с умом]], [[разумно]], [[рассудительно]] (λ. [[μᾶλλον]] ἢ σθένει Eur.; ποιεῖν τι Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=according to [[calculation]], Hdt., Eur.
|mdlsjtxt=according to [[calculation]], Hdt., Eur.
}}
}}

Revision as of 17:55, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λελογισμένως Medium diacritics: λελογισμένως Low diacritics: λελογισμένως Capitals: ΛΕΛΟΓΙΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: lelogisménōs Transliteration B: lelogismenōs Transliteration C: lelogismenos Beta Code: lelogisme/nws

English (LSJ)

Adv., (λογίζομαι) A according to calculation, λ. ὅκωςHdt.3.104; λ. πράσσοιμι μᾶλλον ἢ σθένει E.IA1021; ὀρθῶς καὶ λ. Plu. Galb.5.

German (Pape)

[Seite 28] adv. zum part. perf. von λογίζομαι, mit Überlegung, nach reiflicher Erwägung; Eur. I. A. 1021; Her. 3, 104, wo ὅπως folgt.

Greek (Liddell-Scott)

λελογισμένως: ἐπίρρ. κατὰ τὸν ὑπολογισμόν, λελογ. ὅκως ἄν... Ἡρόδ. 3. 104· λελ. πράσσοντα μᾶλλον ἢ σθένει Εὐρ. Ι. Α. 1021.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec réflexion, en réfléchissant.
Étymologie: part. pf. de λογίζομαι.

Greek Monolingual

και -α (Α λελογισμένως)
επίρρ. με προσοχή, με περίσκεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λελογισμένος, μτχ. του λελόγισμαι, παρακμ. του λογίζομαι «υπολογίζω»].

Greek Monotonic

λελογισμένως: επίρρ., σύμφωνα με τον υπολογισμό, σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λελογισμένως: adv.
1) рассчитывая, с (таким) расчетом (λ. ὅκως ἂν … Her.);
2) с умом, разумно, рассудительно (λ. μᾶλλον ἢ σθένει Eur.; ποιεῖν τι Plut.).

Middle Liddell

according to calculation, Hdt., Eur.