κατάφωρος: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 , :")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατάφωρος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[пойманный на месте преступления]], [[уличенный]] (ἡ Γλαυκία φοβουμένη κ. [[γενέσθαι]], κατέφυγε Plut.);<br /><b class="num">2)</b> явный, открытый: τῆς γνώμης κ. γεγονέναι Plut. открыть свои намерения.
|elrutext='''κατάφωρος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[пойманный на месте преступления]], [[уличенный]] (ἡ Γλαυκία φοβουμένη κ. [[γενέσθαι]], κατέφυγε Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[явный]], [[открытый]]: τῆς γνώμης κ. γεγονέναι Plut. открыть свои намерения.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κατάφωρος]], ον<br />detected: [[manifest]], Plut.
|mdlsjtxt=[[κατάφωρος]], ον<br />detected: [[manifest]], Plut.
}}
}}

Revision as of 18:30, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάφωρος Medium diacritics: κατάφωρος Low diacritics: κατάφωρος Capitals: ΚΑΤΑΦΩΡΟΣ
Transliteration A: katáphōros Transliteration B: kataphōros Transliteration C: kataforos Beta Code: kata/fwros

English (LSJ)

ον, A detected, Onos.39.2, J.AJ20.11.1, Plu.2.301b, App.BC1.25, Charito 1.1, Ach. Tat.2.17, POxy.71.11 (iv A.D.). II evident, manifest, D.H.Rh.9.5; κ. τῆς γνώμης γεγονέναι Plu.Cat.Mi. 54. III v. κατάφορος III.

German (Pape)

[Seite 1390] ertappt, überführt; κατ. τῆς γνώμης γενόμενος Plut. Cat. min. 54; Ael. V. H. 12, 58 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάφωρος: -ον, ὁ καταφωραθείς, ἀνακαλυφθείς, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 24, Συλλ. Ἐπιγρ. 3916. ΙΙ. σαφής, κατάδηλος, φανερός, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5· κ. τῆς γνώμης γενέσθαι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 54.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pris sur le fait.
Étymologie: κατά, φώρ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάφωρος, -ον)
1. καταφανής, ολοφάνερος, εξόφθαλμος («κατάφωρη αδικία»
2. αυτός που φωράται, που ανακαλύπτεται «επ' αυτοφώρω» να κάνει κάτι
αρχ.
κατάφορος.
επίρρ...
κατάφωρα και καταφώρως
ολοφάνερα, καταφανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φωρος (< φώρ, -ός «κλέφτης»), πρβλ. αυτό-φωρος, περί-φωρος].

Greek Monotonic

κατάφωρος: -ον, σαφής, κατάδηλος, φανερός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κατάφωρος:
1) пойманный на месте преступления, уличенный (ἡ Γλαυκία φοβουμένη κ. γενέσθαι, κατέφυγε Plut.);
2) явный, открытый: τῆς γνώμης κ. γεγονέναι Plut. открыть свои намерения.

Middle Liddell

κατάφωρος, ον
detected: manifest, Plut.