ὠστίζομαι: Difference between revisions
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὠστίζομαι:''' [frequ. pass. к [[ὠθέω]]<br /><b class="num">1)</b> быть толкаемым (τινι Arph.);<br /><b class="num">2)</b> толкаться, тесниться, устраивать давку: εἰς τὴν προεδρίαν ὠ. Arph. проталкиваться к первым местам. | |elrutext='''ὠστίζομαι:''' [frequ. pass. к [[ὠθέω]]<br /><b class="num">1)</b> [[быть толкаемым]] (τινι Arph.);<br /><b class="num">2)</b> толкаться, тесниться, устраивать давку: εἰς τὴν προεδρίαν ὠ. Arph. проталкиваться к первым местам. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὠστίζομαι]], [Frequentat. of ὠθέομαι]<br />to [[push]] and be pushed [[about]], [[mostly]] c. dat. pers., ὠστιεῖ Κλεονύμῳ you [[will]] justle with [[Cleonymus]], Ar.; ὠστιοῦνται ἀλλήλοισι περὶ πρώτου ξύλου Ar.; absol., εἰς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται justles for the [[first]] [[seat]], Ar. | |mdlsjtxt=[[ὠστίζομαι]], [Frequentat. of ὠθέομαι]<br />to [[push]] and be pushed [[about]], [[mostly]] c. dat. pers., ὠστιεῖ Κλεονύμῳ you [[will]] justle with [[Cleonymus]], Ar.; ὠστιοῦνται ἀλλήλοισι περὶ πρώτου ξύλου Ar.; absol., εἰς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται justles for the [[first]] [[seat]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:31, 19 August 2022
English (LSJ)
fut. Att. A ὠστιοῦμαι Ar. Ach.24:—Pass., Frequentat. of ὠθέομαι, to push and be pushed about, mostly c. dat. pers., to jostle with another, jostle him and be jostled by him, ὠστιεῖ Κλεονύμῳ Ar.Ach.844; δούλαισιν ὠστιζομένη Id.Lys.330(lyr.); ὠστιοῦνται . . ἀλλήλοισι περὶ πρώτου ξύλου Id.Ach. 24: abs., ἐς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται jostles for the first seat, ib.42, cf. Pl.330; so, Comically, τῶν . . πλακούντων ὠστιζομένων περὶ τὴν γνάθον TeleclId.1.13.
Greek (Liddell-Scott)
ὠστίζομαι: μέλλ. Ἀττ. ὠστιοῦμαι· - Παθ., θαμιστικὸν τοῦ ὠθέομαι, ὠθῶ καὶ ὠθοῦμαι, «σπρώχνω καὶ σπρώχνωμαι», «στρημώνω καὶ στρημώνομαι», «σκουντιοῦμαι», οὐδ’ ὠστιεῖ Κλεωνύμῳ, «οὐδὲ πιεσθήσῃ ὑπὸ Κλεωνύμου» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 844· δούλαισιν ὠστιζομένη ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 330· ὠστιοῦνται ... ἀλλήλοισι περὶ πρώτου ξύλου ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 24· ἀπολ., εἰς τήν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται, ἀγωνίζεται προσπαθῶν νὰ καταλάβῃ τὴν πρώτην θέσιν, αὐτόθι 42, πρβλ. Πλ. 380· οὕτω κωμικῶς, τῶν ... πλακούντων ὠστιζομένων περὶ τὴν γνάθον Τηλεκλείδης ἐν “Ἀμφικτύοσιν” 1. 13.
Greek Monotonic
ὠστίζομαι: μέλ. Αττ. ὠστιοῦμαι· Παθ., θαμιστικό του ὠθέομαι, σπρώχνω και σπρώχνομαι, στριμώχνω και συνάμα στριμώχνομαι· κυρίως με δοτ. προσ., ὠστιεῖ Κλεωνύμῳ, θα πιεστείς από τον Κλεώνυμο, σε Αριστοφ.· ὠστιοῦνται ἀλλήλοισι περὶπρώτου ξύλου, στον ίδ.· απόλ., εἰς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται, αγωνίζεται για την πρώτη θέση, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὠστίζομαι: [frequ. pass. к ὠθέω
1) быть толкаемым (τινι Arph.);
2) толкаться, тесниться, устраивать давку: εἰς τὴν προεδρίαν ὠ. Arph. проталкиваться к первым местам.
Middle Liddell
ὠστίζομαι, [Frequentat. of ὠθέομαι]
to push and be pushed about, mostly c. dat. pers., ὠστιεῖ Κλεονύμῳ you will justle with Cleonymus, Ar.; ὠστιοῦνται ἀλλήλοισι περὶ πρώτου ξύλου Ar.; absol., εἰς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται justles for the first seat, Ar.