δυσπάλαιστος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δυσπάλαιστος:''' непреоборимый, неодолимый ([[τῶνδε]] δωμάτων [[ἀρά]] Aesch.; [[τύχα]] Eur.; [[δύναμις]] Xen.).
|elrutext='''δυσπάλαιστος:''' [[непреоборимый]], [[неодолимый]] ([[τῶνδε]] δωμάτων [[ἀρά]] Aesch.; [[τύχα]] Eur.; [[δύναμις]] Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 11:10, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπάλαιστος Medium diacritics: δυσπάλαιστος Low diacritics: δυσπάλαιστος Capitals: ΔΥΣΠΑΛΑΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dyspálaistos Transliteration B: dyspalaistos Transliteration C: dyspalaistos Beta Code: duspa/laistos

English (LSJ)

[πᾰ], ον, A hard to wrestle with, [Epich.] 254; ἀρά A.Ch.692; πράγματα Id.Supp.468; γῆρας E.Supp.1108; δύναμις X.HG5.2.18; cf. δυσπέλαστος. 2 unskilled at wrestling, Philostr.Gym.40.

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu bekämpfen, unbezwinglich; πράγματα Aesch. Suppl. 463; Ἀρά Ch 681; τύχη, γῆρας, Eur. Alc. 892 Suppl. 1108; δύναμις Xen. Hell. 5, 2, 19.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπάλαιστος: -ον, πρὸς ὃν δυσκόλως παλαίει τις, Ἐπίχ. 98 Ahr.· ἀρὰ Αἰσχύλ. Χο. 692· πράγματα Ἰκέτ. 468· γῆρας Εὐρ. Ἰκέτ. 1108· δύναμις Ξεν. Ἑλλ. 5. 2.18· πρβλ. δυσπέλαστος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inévitable;
2 irrésistible;
3 dont on ne peut venir à bout (œuvre, entreprise).
Étymologie: δυσ-, παλαίω.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-πᾰ-]
difícil de combatir, ineluctable, indomable de pers., Epich.280.5, Ἀρά A.Ch.692, πράγματα A.Supp.468, δυσπάλαιστόν ἐστιν ἀμαθία κακόν S.Fr.924, γῆρας E.Supp.1108, τύχα E.Alc.889, μοῖρα Moschio Trag.12, δύναμις X.HG 5.2.18, en la palestra ref. atletas, Philostr.Gym.40.

Greek Monolingual

δυσπάλαιστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται στην πάλη, ανίκητος
2. αυτός που δεν είναι γυμνασμένος στην πάλη.

Greek Monotonic

δυσπάλαιστος: -ον (πᾰλαίω), αυτός με τον οποίο δύσκολα παλεύει κάποιος, ακατανίκητος, ακαταμάχητος, σε Αισχύλ., Ευρ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δυσπάλαιστος: непреоборимый, неодолимый (τῶνδε δωμάτων ἀρά Aesch.; τύχα Eur.; δύναμις Xen.).

Middle Liddell

δυσ-πάλαιστος, ον [πᾰλαίω]
hard to wrestle with, Aesch., Eur., Xen.

English (Woodhouse)

unconquerable, hard to resist, hard to struggle against, irresistable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)