εὔκομπος: Difference between revisions
From LSJ
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὔκομπος:''' звонкий, громкий (ποδὸς πλαγαί Eur.). | |elrutext='''εὔκομπος:''' [[звонкий]], [[громкий]] (ποδὸς πλαγαί Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=εὔ-κομπος, ον<br />[[loud]]-[[sounding]], Eur. | |mdlsjtxt=εὔ-κομπος, ον<br />[[loud]]-[[sounding]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A loud-sounding, εὔκομποι πληγαὶ ποδός, in dancing, E.Tr.152 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1075] stark tosend, lärmend, ποδὸς πλαγαί Eur. Tr. 152.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκομπος: -ον, ὁ ἰσχυρῶς ἠχῶν, εὔκομποι πλαγαὶ ποδός, ἐν τῇ ὀρχήσει, Εὐρ. Τρῳ. 152.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au bruit sonore.
Étymologie: εὖ, κόμπος.
Greek Monolingual
εὔκομπος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί δυνατά, που κροτεί με θόρυβο («πλαγαῑς εὐκόμποις» — με ισχυρά, θορυβώδη χτυπήματα, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόμπος «θόρυβος με αντήχηση»].
Greek Monotonic
εὔκομπος: -ον, αυτός που ηχεί δυνατά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὔκομπος: звонкий, громкий (ποδὸς πλαγαί Eur.).