κυδώνιος: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(c2) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1525.png Seite 1525]] schwellend, üppig, voll wie ein kydonischer Apfel, τιτθία Ar. Ach. 1199. Vgl. [[κυδωνιάω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1525.png Seite 1525]] schwellend, üppig, voll wie ein kydonischer Apfel, τιτθία Ar. Ach. 1199. Vgl. [[κυδωνιάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυδώνιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> φουσκωμένος σαν [[κυδώνι]] («κυδώνια τιτθία», <b>Αριστοφ.</b><br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κυδώνιον]]<br />μέγα καὶ ἀξιόλογον, ἢ ἀπατηλόν, δόλιον, λοίδορον...»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κυδώνιον]] [[μῆλον]]» — ο [[καρπός]] της κυδωνιάς, το [[κυδώνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. στο ουδ. πληθ. στη φρ. «κυδώνια μήλα» συνδέεται άμεσα με τον αρχαιότερο τ. [[κοδύμαλον]] «[[είδος]] μικρού σύκου», δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως, και σχηματίστηκε με [[επίδραση]] —πιθ. παρετυμολογική— του τοπωνυμίου <i>Κυδωνία</i> (φημισμένη [[πόλη]] της αρχ. Κρήτης, σημερινή [[πόλη]] Χανιά). Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τις μορφές <i>cydoneum</i> και <i>cotoneum</i>, απ' όπου το ιταλ. <i>cotogno</i>, γαλλ. <i>coing</i> κ.λπ.]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κυδώνιος -α -ον [Κυδώνιος: uit Kydonia] vrucht, meestal met μῆλα of μηλίδες, kwee-peer. overdr. v. vorm vol:. τῶν τιτθίων, ὡς σκληρὰ καὶ κυδώνια wat een tieten, zo lekker hard en peervormig! Aristoph. Ach. 1199. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῠδώνιος:''' [[круглый и твердый]], [[как айва]] (τιτθία Arph.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 20 August 2022
German (Pape)
[Seite 1525] schwellend, üppig, voll wie ein kydonischer Apfel, τιτθία Ar. Ach. 1199. Vgl. κυδωνιάω.
Greek Monolingual
κυδώνιος, -ία, -ον (Α)
1. μτφ. φουσκωμένος σαν κυδώνι («κυδώνια τιτθία», Αριστοφ.
2. (κατά τον Ησύχ.) «κυδώνιον
μέγα καὶ ἀξιόλογον, ἢ ἀπατηλόν, δόλιον, λοίδορον...»
3. φρ. «κυδώνιον μῆλον» — ο καρπός της κυδωνιάς, το κυδώνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στο ουδ. πληθ. στη φρ. «κυδώνια μήλα» συνδέεται άμεσα με τον αρχαιότερο τ. κοδύμαλον «είδος μικρού σύκου», δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως, και σχηματίστηκε με επίδραση —πιθ. παρετυμολογική— του τοπωνυμίου Κυδωνία (φημισμένη πόλη της αρχ. Κρήτης, σημερινή πόλη Χανιά). Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τις μορφές cydoneum και cotoneum, απ' όπου το ιταλ. cotogno, γαλλ. coing κ.λπ.].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυδώνιος -α -ον [Κυδώνιος: uit Kydonia] vrucht, meestal met μῆλα of μηλίδες, kwee-peer. overdr. v. vorm vol:. τῶν τιτθίων, ὡς σκληρὰ καὶ κυδώνια wat een tieten, zo lekker hard en peervormig! Aristoph. Ach. 1199.
Russian (Dvoretsky)
κῠδώνιος: круглый и твердый, как айва (τιτθία Arph.).