μονόκωπος: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μονόκωπος:''' один работающий веслами, одиноко гребущий ([[ἀνήρ]] Eur.).
|elrutext='''μονόκωπος:''' [[один работающий веслами]], [[одиноко гребущий]] ([[ἀνήρ]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μονό-κωπος, ον [κωπή]<br />with one oar or one [[ship]], Eur.
|mdlsjtxt=μονό-κωπος, ον [κωπή]<br />with one oar or one [[ship]], Eur.
}}
}}

Revision as of 11:30, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόκωπος Medium diacritics: μονόκωπος Low diacritics: μονόκωπος Capitals: ΜΟΝΟΚΩΠΟΣ
Transliteration A: monókōpos Transliteration B: monokōpos Transliteration C: monokopos Beta Code: mono/kwpos

English (LSJ)

ον, A with one oar: poet., with one ship, E.Hel.1128 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 203] allein rudernd, ἀνήρ, Eur. Hel. 1139.

Greek (Liddell-Scott)

μονόκωπος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον κώπην· ποιητ., ὁ ἔχων ἓν μόνον πλοῖον, Εὐρ. Ἑλ. 1128.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui rame seul ; qui n’a qu’une rame.
Étymologie: μόνος, κώπη.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόκωπος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο κουπί
νεοελλ.
(για λέμβο) αυτή που έχει έναν κωπηλάτη σε κάθε πάγκο
αρχ.
αυτός που έχει ένα μόνο πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -κωπος(< κώπη «κουπί»), πρβλ. μακρό-κωπος].

Greek Monotonic

μονόκωπος: -ον (κώπη), αυτός που έχει μόνο ένα κουπί ή μόνο ένα πλοίο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μονόκωπος: один работающий веслами, одиноко гребущий (ἀνήρ Eur.).

Middle Liddell

μονό-κωπος, ον [κωπή]
with one oar or one ship, Eur.