κατάκρημνος: Difference between revisions
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατάκρημνος:''' обрывистый, крутой ([[χῶρος]] Batr.). | |elrutext='''κατάκρημνος:''' [[обрывистый]], [[крутой]] ([[χῶρος]] Batr.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κατά]]-κρημνος, ον<br />[[steep]] and [[rugged]], Batr. | |mdlsjtxt=[[κατά]]-κρημνος, ον<br />[[steep]] and [[rugged]], Batr. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A steep and rugged, Χῶρος Batr.154, cf. Gp.18.18.2.
German (Pape)
[Seite 1356] abschüssig, steil; χῶρος Batrach. 153; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκρημνος: -ον, ἀπόκρημνος, τραχύς, ἀπότομος, κατάντης, χῶρος Βατραχομυομ. 154, Γεωπ. 18. 18, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
en précipice, escarpé.
Étymologie: κατά, κρημνός.
Greek Monolingual
κατάκρημνος, -ον (AM)
απόκρημνος, απότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κρημνος (< κρημνός), πρβλ. από-κρημνος, περί-κρημνος].
Greek Monotonic
κατάκρημνος: -ον, απόκρημνος, τραχύς, απότομος, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
κατάκρημνος: обрывистый, крутой (χῶρος Batr.).