ποικιλόμορφος: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ποικῐλόμορφος:''' пестрый, разноцветный или узорчатый (ἱμάτια Arph.). | |elrutext='''ποικῐλόμορφος:''' [[пестрый]], [[разноцветный или узорчатый]] (ἱμάτια Arph.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 11:45, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A variegated, ἱμάτια Ar.Pl.530; of many shapes, (θεά), of Fortune, Lyr.Alex.Adesp.34.1.
German (Pape)
[Seite 650] von bunter, mannichfaltiger Gestalt, buntfarbig, Ar. Plut. 530 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλόμορφος: -ον, ποικιλόχρους, ποικιλοχρώματος, ἱμάτια Ἀριστοφ. Πλ. 530.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux formes diverses ou changeantes.
Étymologie: ποικίλος, μορφή.
Greek Monotonic
ποικῐλόμορφος: -ον, αυτός που έχει ποικίλη μορφή, ποικιλόχρωμος, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλόμορφος -ον [ποικίλος, μορφή] bont versierd.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλόμορφος: пестрый, разноцветный или узорчатый (ἱμάτια Arph.).
Middle Liddell
ποικῐλό-μορφος, ον,
of varied form, variegated, Ar.