ἀνακαγχάζω: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνακαγχάζω:''' засмеяться, захохотать Plut.: ἀνεκάγχασε [[μάλα]] [[σαρδόνιον]] Plat. он очень язвительно засмеялся.
|elrutext='''ἀνακαγχάζω:''' [[засмеяться]], [[захохотать]] Plut.: ἀνεκάγχασε [[μάλα]] [[σαρδόνιον]] Plat. он очень язвительно засмеялся.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[burst]] out laughing, Plat.
|mdlsjtxt=to [[burst]] out laughing, Plat.
}}
}}

Revision as of 12:05, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακαγχάζω Medium diacritics: ἀνακαγχάζω Low diacritics: ανακαγχάζω Capitals: ΑΝΑΚΑΓΧΑΖΩ
Transliteration A: anakancházō Transliteration B: anakanchazō Transliteration C: anakagchazo Beta Code: a)nakagxa/zw

English (LSJ)

A burst out laughing, Hp.Ep.17; μέγα πάνυ ἀνακαγχάσας Pl.Euthd.300d; ἀνεκάγχασε μάλα σαρδάνιον R.337a.

German (Pape)

[Seite 190] laut auflachen, μέγα Plat. Euthyd. 300 d; ἀνεκάγχασε σαρδόνιον Rep. I, 337 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακαγχάζω: (ἴδε καγχάζω), γελῶ μετὰ καγχασμοῦ, μέγα πάνυ ἀνακαγχάσας Πλάτ. Εὐθύδ. 300D· ἀνεκάγχασε μάλα σαρδάνιον Πολ. 337Α.

French (Bailly abrégé)

éclater de rire.
Étymologie: ἀνά, καγχάζω.

Spanish (DGE)

echarse a reír ὅς ἀκούσας ἀνεκάγχασέ τε μάλα σαρδάνιον Pl.R.337a, μέγα πάνυ ἀνακαγχάσας Pl.Euthd.300d, cf. Hp.Ep.17 (p.356), Plu.Ant.20, Aristo Phil.14.8, Luc.Asin.6, Phld.Vit.41.26, D.C.57.24.8.

Greek Monolingual

ἀνακαγχάζω)
καγχάζω δυνατά, ξεσπώ σε δυνατό γέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + καγχάζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακαγχασμός].

Greek Monotonic

ἀνακαγχάζω: μέλ. -σω, ξεσπώ σε γέλιο, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακαγχάζω: засмеяться, захохотать Plut.: ἀνεκάγχασε μάλα σαρδόνιον Plat. он очень язвительно засмеялся.

Middle Liddell

to burst out laughing, Plat.