ἀνεθέλητος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνεθέλητος:''' нежеланный, неприятный ([[συμφορά]] Her.).
|elrutext='''ἀνεθέλητος:''' [[нежеланный]], [[неприятный]] ([[συμφορά]] Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐθέλω]]<br />unwished for, [[unwelcome]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[ἐθέλω]]<br />unwished for, [[unwelcome]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 12:05, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεθέλητος Medium diacritics: ἀνεθέλητος Low diacritics: ανεθέλητος Capitals: ΑΝΕΘΕΛΗΤΟΣ
Transliteration A: anethélētos Transliteration B: anethelētos Transliteration C: anethelitos Beta Code: a)neqe/lhtos

English (LSJ)

ον, A unwished for, unwelcome, ἐπὶ συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον Hdt.7.88; ἀ. γίνεταί τι ib.133.

German (Pape)

[Seite 220] unfreiwillig, unerwünscht, συμφορά Her. 7, 88. 133; auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεθέλητος: -ον, ὃν δὲν θέλει τις, ἀβούλητος, ἀπροαίρετος, ἀπευκταῖος, ἐπὶ συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον Ἡρόδ. 7. 88· ἀν. γίνεταί τι αὐτόθι 133: πρβλ. ἀναγκαῖος· ἀκούσιος, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -τως ἀντιθέτως πρὸς τὸ θελητῶς, Κύριλλ. ΙΙ. ἄνευ θελήσεως, «ἀνεθέλητον πάντῃ καὶ ἀνενέργητον τὸν Χριστὸν ὑπογράφειν» Πρακτ. Λατεραν. Συνόδ. τόμ. 3, στηλ. 717. 14, 724. 38, 700. 42. - «οὐ γὰρ γέγονέ ποτε ἄνθρωπος ἀνεθέλητος» Ἰω. Δαμασκ. τόμ. 1, σ. 546Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non voulu, qu’on supporte avec peine.
Étymologie: , ἐθέλω.

Spanish (DGE)

-ον
1 inesperado, no deseado ἐς συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον Hdt.7.88, ὅ τι ... ἀνεθέλητον γενέσθαι Hdt.7.133.
2 adv. -ως involuntariamente Cyr.Al.M.69.848D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεθέλητος, -ον)
1. ανεπιθύμητος, απευκταίος
2. στερούμενος βούλησης, άβουλος, άγνωμος.

Greek Monotonic

ἀνεθέλητος: -ον (ἐθέλω), ανεπιθύμητος, μη ευπρόσδεκτος, απευκταίος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεθέλητος: нежеланный, неприятный (συμφορά Her.).

Middle Liddell

ἐθέλω
unwished for, unwelcome, Hdt.