ἁλιερκής: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἁλιερκής:''' окаймленный, омываемый морем (ὄχθαι, [[χώρα]] Pind.).
|elrutext='''ἁλιερκής:''' [[окаймленный]], [[омываемый морем]] (ὄχθαι, [[χώρα]] Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἅλς, [[ἕρκος]]<br />sea-[[fenced]], sea-[[girt]], Pind.
|mdlsjtxt=[ἅλς, [[ἕρκος]]<br />sea-[[fenced]], sea-[[girt]], Pind.
}}
}}

Revision as of 12:25, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιερκής Medium diacritics: ἁλιερκής Low diacritics: αλιερκής Capitals: ΑΛΙΕΡΚΗΣ
Transliteration A: halierkḗs Transliteration B: halierkēs Transliteration C: alierkis Beta Code: a(lierkh/s

English (LSJ)

ές, A sea-fenced, sea-girt, of Aegina, Pi.O.8.25; of the Isthmus, Id.I.1.9; ἁ. ὄχθαι Id.P.1.18.

German (Pape)

[Seite 96] ές, meerumzäunt, χώρα Pind. Ol. 8, 25; Ἰσθμοῦ δειράς I. 1, 9; ὄχθη P. 1, 18; γῆ Opp. H. 3, 175.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιερκής: -ές, ὁ ἔχων ὅρκος τὴν θάλασσαν, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης περιβαλλόμενος, περὶ τῆς Αἰγίνης, Πινδ. Ο. 8.34: - περὶ τοῦ Ἰσθμοῦ, ὁ αὐτ. Ι. 1.10· ἀλ. ὄχθαι, ὁ αὐτ. Π. 1. 34.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
enfermé par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ἕρκος.

English (Slater)

ᾰλῐερκής
   1 sea-girt, sea-flanked τάνδ ἁλιερκέα χώραν (sc. Αἴγιναν.) (O. 8.25) ταί θὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι (v. Fränkel, D & P, 522.) (P. 1.18) τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ (I. 1.9)

Spanish (DGE)

(ἁλῐερκής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
cercado por el mar χώρα de Egina, Pi.O.8.25, δειράς del Istmo, Pi.I.1.9, ὄχθαι de Cumas, Pi.P.1.18, γαίη Opp.H.3.175.

Greek Monolingual

ἁλιερκής, -ὲς (Α)
αυτός που περιφράσσεται, που περιβάλλεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ερκής (< ἕρκος «φραγμός»).

Greek Monotonic

ἁλιερκής: -ές (ὅλς, ἕρκος), περιτριγυρισμένος από θάλασσα, περίκλειστός από θάλασσα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιερκής: окаймленный, омываемый морем (ὄχθαι, χώρα Pind.).

Middle Liddell

[ἅλς, ἕρκος
sea-fenced, sea-girt, Pind.