ὑπορρίπτω: Difference between revisions
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπορρίπτω:''' подбрасывать, бросать (τινὰ τοῖς θηρίοις Plut.). | |elrutext='''ὑπορρίπτω:''' [[подбрасывать]], [[бросать]] (τινὰ τοῖς θηρίοις Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[throw]] under, ὑπ. τινὰ τοῖς θηρίοις to [[throw]] him to the [[wild]] beasts, Plut. | |mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[throw]] under, ὑπ. τινὰ τοῖς θηρίοις to [[throw]] him to the [[wild]] beasts, Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 20 August 2022
English (LSJ)
A throw down or under, ὑ. τινὰ τοῖς θηρίοις throw him to the wild beasts, Plu.Eum.17; πικροῖς δεσπόταις ὑ. ἑαυτούς Ph.1.376; so ὑπορριπτέω, App.Mith.38; πᾶν γένος δελέατος ὑπερρίπτει prob. cj. in Plb.29.8.3. 2 insert under, ὑπορρίπτειν τὸ σπαθίον ὑπὸ τοὺς χιτῶνας Hippiatr.20.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπορρίπτω: ῥίπτω ὑποκάτω, ὑπ. τινὰ τοῖς θηρίοις, ῥίπτω τινὰ εἰς τὰ ἄγρια θηρία, Πλουτ. Εὐμέν. 17· πικροῖς δεσπόταις ὑπ. ἑαυτοὺς Φίλων 1. 376 οὕτως, ὑπορριπτέω, Ἀππ. Μιθρ. 38, Γρηγ. Ναζ. σ. 119, 16.
French (Bailly abrégé)
1 jeter sous;
2 soumettre.
Étymologie: ὑπό, ῥίπτω.
Greek Monolingual
-έω, Α
ὑπορρίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ὑπορρίπτω κατά τα συνηρημένα].
Α ῥίπτω
ρίχνω από κάτω και μπροστά.
Greek Monotonic
ὑπορρίπτω: μέλ. -ψω, ρίχνω από κάτω, ὑπορρίπτω τινὰ τοῖς θηρίοις, ρίχνω κάποιον στα άγρια θηρία, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπορρίπτω: подбрасывать, бросать (τινὰ τοῖς θηρίοις Plut.).
Middle Liddell
fut. ψω
to throw under, ὑπ. τινὰ τοῖς θηρίοις to throw him to the wild beasts, Plut.