ὁμοιοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὁμοιοειδής:''' одинакового вида, похожий по виду (τινι Isocr.).
|elrutext='''ὁμοιοειδής:''' [[одинакового вида]], [[похожий по виду]] (τινι Isocr.).
}}
}}

Revision as of 12:42, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιοειδής Medium diacritics: ὁμοιοειδής Low diacritics: ομοιοειδής Capitals: ΟΜΟΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: homoioeidḗs Transliteration B: homoioeidēs Transliteration C: omoioeidis Beta Code: o(moioeidh/s

English (LSJ)

ές, A of like form, species or kind, τινι Isoc.15.178, Arist.Cael.276b5,308b8 (v.l. ὁμοειδής), Epicur.Ep.1p.25U. (v.l. ὁμοειδής); τέρατα ὁμοιοειδῆ κανθάρῳ POxy.465.226 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 335] ές, gleichartig, von ähnlichem Ansehen; τινί, Isocr. 15, 178; S. Emp. adv. log. 1, 131; D. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοειδής: -ές, ὁ τῆς αὐτῆς μορφῆς, τοῦ αὐτοῦ εἴδους, Ἀριστ. Φυσικ. 1. 4, 13, π. Οὐρ. 1. 8, 4., 4, 2, 2, κ. ἀλλ., ἀλλὰ συχν. μετὰ διαφ. γραφ. ὁμοειδής.

French (Bailly abrégé)

ής, έν;
de même apparence, de même espèce.
Étymologie: ὅμοιος, εἶδος.

Greek Monolingual

ὁμοιοειδής, -ές (Α)
ομοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

ὁμοιοειδής: одинакового вида, похожий по виду (τινι Isocr.).