δίλοφος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δίλοφος:''' двувершинный (πετρα = [[Παρνασσός]] Soph.). | |elrutext='''δίλοφος:''' [[двувершинный]] (πετρα = [[Παρνασσός]] Soph.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=δί-λοφος, ον <i>adj</i><br />[[double]]-[[crested]], of [[Parnassus]], Soph. | |mdlsjtxt=δί-λοφος, ον <i>adj</i><br />[[double]]-[[crested]], of [[Parnassus]], Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A double-crested, πέτρα, of Parnassus, S.Ant.1126 (lyr.); ἀλέκτωρ PMag.Leid.V.9.21.
German (Pape)
[Seite 630] zweigipfelig; πέτρα, der Parnaß, Soph. Ant. 1113.
Greek (Liddell-Scott)
δίλοφος: -ον, διπλοῦς ἔχων λόφον, κορυφήν, δ. πέτρα, ἐπὶ τοῦ Παρνασσοῦ (ἴδε δικόρυφος, ἀμφίπυρος), Σοφ. Ἀντ. 1126.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux sommets.
Étymologie: δίς, λόφος.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
de doble cresta πέτρα del Parnaso, S.Ant.1126, ἀλέκτωρ PMag.12.311, cf. Mart.Cap.2.177.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίλοφος, -ον)
1. αυτός που έχει δύο λόφους, δύο κορυφές
2. (για ζώα και πτηνά) αυτός που έχει δύο λοφία.
Greek Monotonic
δίλοφος: -ον, αυτός που έχει δύο λόφους, διπλή κορυφή, λέγεται για τον Παρνασσό, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δίλοφος: двувершинный (πετρα = Παρνασσός Soph.).