δενδρόφυτος: Difference between revisions
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δενδρόφῠτος:''' поросший деревьями ([[χώρα]] Plut.). | |elrutext='''δενδρόφῠτος:''' [[поросший деревьями]] ([[χώρα]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 12:50, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A planted with trees, χώρα Plu.Cam.16, cf. PRyl.427. II πέτρα δ. a kind of agate, with tree-like marks, Orph.L.232.
German (Pape)
[Seite 546] 1) mit Bäumen bewachsen, Plut. Cam. 16. – 2) πέτρα, ein Stein mit Abdrücken von Bäumen u. Pflanzen, Orph. Lith. 230.
Greek (Liddell-Scott)
δενδρόφυτος: -ον, πεφυτευμένος δένδροις, κατάφυτος, χώρα Πλούτ. Καμ. 16. ΙΙ. πέτρα δ., εἶδος ἀχάτου λίθου φέροντος σημεῖά τινα ὅμοια πρὸς δένδρα, Ὀρφ. Λιθ. 230.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
planté d’arbres, boisé.
Étymologie: δένδρον, φύω.
Spanish (DGE)
(δενδρόφῠτος) -ον
1 plantado de árboles, boscoso χώρα Plu.Cam.16, cf. PRyl.427.29 (II/III d.C.), ὄρη Tz.Comm.Ar.2.449.3.
2 que se formó como árbol, arbóreo δ. πέτρη ágata arbórea Orph.L.232, cf. δενδρήεις 3 y δενδραχάτης.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δενδρόφυτος, -ον)
(για τόπους) κατάφυτος, δενδροφυτεμένος
αρχ.
«πέτρα δενδρόφυτος» — είδος αχάτη με κλαδωτές γραμμές στην επιφάνεια.
Greek Monotonic
δενδρόφῠτος: -ον, περιοχή στην οποία έχουν φυτευθεί δέντρα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δενδρόφῠτος: поросший деревьями (χώρα Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δενδρόφυτος -ον [δένδρον, φύω] met bomen beplant.
Middle Liddell
planted with trees, Plut.