θηροσκόπος: Difference between revisions
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θηροσκόπος:''' высматривающий (подстерегающий) диких животных ([[Ἄρτεμις]] HH; Ζηνὸς καὶ Λητοῦς [[κούρη]] Anth.). | |elrutext='''θηροσκόπος:''' [[высматривающий]] (подстерегающий) диких животных ([[Ἄρτεμις]] HH; Ζηνὸς καὶ Λητοῦς [[κούρη]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[θηρο]]-σκόπος, ον<br />looking out for [[wild]] beasts, Hhymn. | |mdlsjtxt=[[θηρο]]-σκόπος, ον<br />looking out for [[wild]] beasts, Hhymn. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A looking out for wild beasts, epithet of Artemis, h.Hom.27.11, B.10.107, AP6.240 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1210] dem Wilde auflauernd; Artemis, H. h. 27, 11; Philp. 47 (VI, 240).
Greek (Liddell-Scott)
θηροσκόπος: -ον, ἀναζητῶν ἄγρια θηρία, Ὁμ. Ὕμν. 27. 11, Βακχυλ. 10, 107 (ἔκδ. Blass), Ἀνθ. Π. 6. 240.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui guette les animaux sauvages.
Étymologie: θήρ, σκοπέω.
Greek Monolingual
θηροσκόπος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. της Αρτέμιδος) αυτός που θηρεύει θηρία, που αναζητεί άγρια ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνοσκόπος, τερασκόπος].
Greek Monotonic
θηροσκόπος: -ον, αυτός που αναζητά άγρια ζώα, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
θηροσκόπος: высматривающий (подстерегающий) диких животных (Ἄρτεμις HH; Ζηνὸς καὶ Λητοῦς κούρη Anth.).