πρόνομος: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πρόνομος:''' пасущийся (βοτὰ πρόνομα Aesch.).
|elrutext='''πρόνομος:''' [[пасущийся]] (βοτὰ πρόνομα Aesch.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πρόνομος -ον [προνέμω] grazend:. πρόνομα βοτά grazend vee Aeschl. Suppl. 691.
|elnltext=πρόνομος -ον [προνέμω] grazend:. πρόνομα βοτά grazend vee Aeschl. Suppl. 691.
}}
}}

Revision as of 13:40, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόνομος Medium diacritics: πρόνομος Low diacritics: πρόνομος Capitals: ΠΡΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: prónomos Transliteration B: pronomos Transliteration C: pronomos Beta Code: pro/nomos

English (LSJ)

ον, (προνέμομαι) A grazing forward, opp.ὀπισθονόμος (q.v.): generally, π. βοτά grazing Herds, A.Supp.691 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 736] vorwärts weidend, βοτὰ πρόνομα, das Weidevieh, welches im Weiden vorwärts geht, Aesch. Suppl. 673.

Greek (Liddell-Scott)

πρόνομος: -ον, (προνέμομαι) ὁ βοσκόμενος πρὸς τὰ ἐμπρός, ὁ ἐν τῷ βόσκεσθαι βαίνων πρὸς τὰ ἐμπρός, ἀντίθετον τῷ ὀπισθόνομος (ὅπερ ἴδε)· καθόλου, βοτὰ πρόνομα, βοσκόμεναι ἀγέλαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 691.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui paît en allant devant soi ou en allant çà et là.
Étymologie: πρό, νέμω.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α προνέμομαι
(για φυτοφάγα ζώα) αυτός που, όταν βόσκει, κινεί το σώμα του προς τα εμπρός.
(II)
ὁ, και πρόνομον, τὸ, Α
δικαίωμα, θεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + νόμος.

Russian (Dvoretsky)

πρόνομος: пасущийся (βοτὰ πρόνομα Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόνομος -ον [προνέμω] grazend:. πρόνομα βοτά grazend vee Aeschl. Suppl. 691.