σταδιοδρομέω: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''στᾰδιοδρομέω:''' состязаться в беге Plat., Dem., Plut.
|elrutext='''στᾰδιοδρομέω:''' [[состязаться в беге]] Plat., Dem., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στᾰδιοδρομέω, fut. -ήσω<br />to run in the [[stadium]], Dem. [from στᾰδιοδρόμος]
|mdlsjtxt=στᾰδιοδρομέω, fut. -ήσω<br />to run in the [[stadium]], Dem. [from στᾰδιοδρόμος]
}}
}}

Revision as of 13:45, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰδιοδρομέω Medium diacritics: σταδιοδρομέω Low diacritics: σταδιοδρομέω Capitals: ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΕΩ
Transliteration A: stadiodroméō Transliteration B: stadiodromeō Transliteration C: stadiodromeo Beta Code: stadiodrome/w

English (LSJ)

A run in the stadium, race, Pl.Thg.129a, D.59.121 (στάδια δραμοῦμαι shd. be read for σταδιοδρομοῦμαι (-α⟩οδρ- cod. L) in E.HF863).

German (Pape)

[Seite 926] im Stadion laufen, um die Wette laufen; Plat. Theag. 129 a; Dem. 59, 121; Plut. – Dazu hat Eur. Herc. Fur. 863 (wie von σταδιοτρέχω gebildet) das fut. σταδιοδραμοῦμαι, wo Herm. στάδια δραμοῦμαι lesen wollte; vgl. Lob. zu Phryn. 618.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰδιοδρομέω: τρέχω ἐν τῷ σταδίῳ, ἀγωνίζομαι εἰς τὸν δρόμον, Πλάτ. Θεάγ. 129 Α, Δημ. 1386. 10˙ - ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 863, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν ἀνώμαλον τύπον σταδιοδραμοῦμαι, ἂν καὶ ὁ ὀρθὸς τύπος σταδιοδρομήσω ἐξ ἴσου θὰ ἥρμοζεν εἰς τὸ μέτρον, ὁ Ἕρμανν. Προτείνει στάδια δραμοῦμαι˙ ἀλλ’ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 618.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
courir dans le stade, disputer le prix de la course.
Étymologie: σταδιοδρόμος.

Greek Monotonic

στᾰδιοδρομέω: μέλ. -ήσω, τρέχω στο στάδιο, λαμβάνω μέρος σε αγώνα δρόμου, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταδιοδρομέω [σταδιοδρόμος] stadionrenner zijn.

Russian (Dvoretsky)

στᾰδιοδρομέω: состязаться в беге Plat., Dem., Plut.

Middle Liddell

στᾰδιοδρομέω, fut. -ήσω
to run in the stadium, Dem. [from στᾰδιοδρόμος]