σύμπλεκτος: Difference between revisions
From LSJ
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σύμπλεκτος:''' сплетенный вместе (τινι Anth.). | |elrutext='''σύμπλεκτος:''' [[сплетенный вместе]] (τινι Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σύμπλεκτος -ον [συμπλέκω] in elkaar gevlochten met, met dat. | |elnltext=σύμπλεκτος -ον [συμπλέκω] in elkaar gevlochten met, met dat. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A plaited, LXXEx.36.31 (39.23); twined together, ἔρνεσι AP4.1.18 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 988] zusammengeflochten, Mel. 1, 18 (IV, 1).
Greek (Liddell-Scott)
σύμπλεκτος: -ον, ὁ ὁμοῦ συμπλεκόμενος, ἔρνεσι Ἀνθολ. Π. 4. 1, 18.
Greek Monolingual
-ον, Α συμπλέκω
1. πλεγμένος, πλεκτός («τὸ δὲ περιστόμιο τοῦ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ)
2. αυτός που είναι περιπεπλεγμένος, μπερδεμένος μαζί με άλλον.
Russian (Dvoretsky)
σύμπλεκτος: сплетенный вместе (τινι Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμπλεκτος -ον [συμπλέκω] in elkaar gevlochten met, met dat.