ἄλινος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἄλῐνος:''' без (применения) сетей ([[θήρα]] Anth.).
|elrutext='''ἄλῐνος:''' [[без]] (применения) сетей ([[θήρα]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λίνον]]<br />without a net, ἄλ. [[θήρα]] a [[chase]] in [[which]] no net is used, Anth.
|mdlsjtxt=[[λίνον]]<br />without a net, ἄλ. [[θήρα]] a [[chase]] in [[which]] no net is used, Anth.
}}
}}

Revision as of 14:30, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλινος Medium diacritics: ἄλινος Low diacritics: άλινος Capitals: ΑΛΙΝΟΣ
Transliteration A: álinos Transliteration B: alinos Transliteration C: alinos Beta Code: a)/linos

English (LSJ)

ον, (< λίνον) without net, ἄ. θήρα game not caught with net, AP 9.244 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 97] ohne Netz, θήρα Apolloniad. 15 (IX, 244).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans filets.
Étymologie: , λίνος.

Spanish (DGE)

-ον de almendras ἀ. ἔλαιον Aët.7.69 (var. ἄληνον).
(ἄλῐνος) -ον no cogido con red θήρα AP 9.244 (Apollonid.).

Greek Monolingual

(I)
ἅλινος, -η, -ον (Α) ἅλς
ο κατασκευασμένος από αλάτι, αλατένιος.
(II)
ἄλινος, -ον (Α) λίνον
1. ο χωρίς (λιναρένια) δίχτυα
2. (για θηράματα) αυτό που δεν πιάστηκε με δίχτυ.

Greek Monotonic

ἄλῐνος: (λίνον), αυτός που δεν έχει δίχτυ, ἄλ. θήρα, κυνήγι στο οποιο δεν χρησιμοποιείται δίχτυ, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἄλῐνος: без (применения) сетей (θήρα Anth.).

Middle Liddell

λίνον
without a net, ἄλ. θήρα a chase in which no net is used, Anth.