ἠπειρωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἠπειρωτικός:''' материковый (ἔθνη Xen., Arst.).
|elrutext='''ἠπειρωτικός:''' [[материковый]] (ἔθνη Xen., Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:40, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπειρωτικός Medium diacritics: ἠπειρωτικός Low diacritics: ηπειρωτικός Capitals: ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ēpeirōtikós Transliteration B: ēpeirōtikos Transliteration C: ipeirotikos Beta Code: h)peirwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A continental, ἔθνη X.HG6.1.12, Arist.Pol.1338b22. 2 of a landsman, βίος Max. Tyr.19.7, cf. 8.9, al. II of Epirus, πᾶν τὸ Ἠπειρωτικόν Th.3.102; Ἠ. [μῆλα] Dsc. 1.115.

German (Pape)

[Seite 1174] auf dem Festlande, ἔθνη, Ggstz Inselbewohner, Xen. Hell. 6, 1, 4. – Adv., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπειρωτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἠπειρώτην, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4. - Ἐπίρρ. -ῶς, Συνέσ. σ. 111. ΙΙ. ἐκ τῆς Ἠπείρου, πᾶν τὸ Ἠπειρωτικόν Θουκ. 3. 102, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
du continent.
Étymologie: ἠπειρώτης.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἠπειρωτικός, -ή, -όν) ηπειρώτης
1. αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει σε μεγάλη έκταση γης, σε αντιδιαστολή με τα νησιά (α. «ηπειρωτική Ευρώπη» β. «ἠπειρωτικά ἔθνη καρπουμένους», Ξεν.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή κατάγεται ή προέρχεται από την Ήπειρο
νεοελλ.
φρ.
1. «ηπειρωτικό κλίμα» — το κλίμα του εσωτερικού τών ηπείρων στις περιοχές τών μέσων γεωγραφικών πλατών, το οποίο χαρακτηρίζεται από μεγάλο θερμικό εύρος ανάμεσα στον χειμώνα και στο καλοκαίρι
2. «ηπειρωτική αέρια μάζα» — εκτεταμένη μάζα αέρα, η οποία δημιουργείται πάνω από τις ηπείρους και χαρακτηρίζει τις εσωτερικές, ηπειρωτικές, μη ορεινές περιοχές.
επίρρ...
ἠπερωτικῶς (Α)
με ηπειρωτικό τρόπο.

Greek Monotonic

ἠπειρωτικός: -ή, -όν,
I. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ηπειρώτη, σε Ξεν.
II. αυτός που προέρχεται από την Ήπειρο, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἠπειρωτικός: материковый (ἔθνη Xen., Arst.).

Middle Liddell

ἠπειρωτικός, ή, όν [from ἠπειρώτης
I. continental, Xen.
II. of Epirus, Thuc.

English (Woodhouse)

of the mainland

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)