Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπόσκοπος: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich

Menander, Monostichoi, 284
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπόσκοπος:''' приставленный козырьком ко лбу ([[χείρ]] Aesch.).
|elrutext='''ὑπόσκοπος:''' [[приставленный козырьком ко лбу]] ([[χείρ]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 14:55, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόσκοπος Medium diacritics: ὑπόσκοπος Low diacritics: υπόσκοπος Capitals: ΥΠΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: hypóskopos Transliteration B: hyposkopos Transliteration C: yposkopos Beta Code: u(po/skopos

English (LSJ)

ον, A looked under, χείρ, of a hand held so as to shade the eyes, A.Fr.339, cf. σκώψ 2.

German (Pape)

[Seite 1232] χείρ, die an die Stirn vor die Augen gehaltene Hand, unter der man in die Ferne späht, Aesch. frg. 68.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόσκοπος: -ον, ὁ ὑποκάτω τοῦ ὁποίου βλέπει τις, χεὶρ ὑπ., τεθειμένη οὕτως ὥστε νὰ ἐπισκιάζῃ τοὺς ὀφθαλμούς, «ὑπόσκοπον χέρα· Αἰσχύλος (Ἀποσπ. 330)· ὥσπερ οἱ ἀποσκοποῦντες, οὕτω κελεύει σχηματίσας τὴν χεῖρα, καθάπερ τοὺς Πᾶνας ποιοῦσι» Ἡσύχ. πρβλ. Sil. Ital. 13. 341, καὶ ἴδε ἐν λ. σκώψ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός, κάτω από την σκιά του οποίου βλέπει κάποιος
2. φρ. «ὑπόσκοπος χείρ» — χέρι που είναι τοποθετημένο έτσι ώστε να παρέχει σκιά στους οφθαλμούς και να διευκολύνει την όραση (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. κατά-σκοπος].

Russian (Dvoretsky)

ὑπόσκοπος: приставленный козырьком ко лбу (χείρ Aesch.).