ἑτεροκλινής: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἑτεροκλῐνής:''' наклонный, покатый: τὰ ἑτεροκλινῆ τῶν [[χωρίων]] Xen. покатые места, отлогие спуски. | |elrutext='''ἑτεροκλῐνής:''' [[наклонный]], [[покатый]]: τὰ ἑτεροκλινῆ τῶν [[χωρίων]] Xen. покатые места, отлогие спуски. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἑτερο-κλῐνής, ές [[κλίνω]]<br />[[leaning]] to one [[side]], [[sloping]], Xen. | |mdlsjtxt=ἑτερο-κλῐνής, ές [[κλίνω]]<br />[[leaning]] to one [[side]], [[sloping]], Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, A leaning to one side, uneven, Hp.Art.24; of a building, D.C.57.21; τὰ ἑ. τῶν χωρίων sloping ground, X. Cyn.2.7. Adv. -νῶς one-sidedly, Sor.2.62; ἑ. ἔχειν πρὸς ἡδονήν to have a propensity to it, Arr.Epict.3.12.7.
German (Pape)
[Seite 1048] ές, nach der einen oder der andern Seite sich neigend, abschüssig, Hippocr.; χωρίον Xen. Cyn. 2, 8; Sp., wie D. Cass. 57, 21 στοὰ ἐπειδὴ ἑτ. ἐγένετο, ὠρθώθη. – Adv., ἑτεροκλινῶς ἔχειν πρός τι, Hang zu Etwas haben, Arr. Epict. 3, 12, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροκλινής: -ές, ῥέπων, κλίνων πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, κεκλιμένος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795, Δίων Κ. 57. 21· χωρίον ἑτ., κατωφερὲς μέρος, Ξεν. Κυν. 2. 7. -Ἐπίρρ. ἑτεροκλινῶς ἔχειν πρὸς ἡδονήν, ἔχειν ῥοπήν, κλίσιν, προδιάθεσιν πρὸς αὐτήν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 12, 7.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui penche d’un côté.
Étymologie: ἕτερος, κλίνη.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ἑτεροκλινής, -ές)
αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το ένα από τα δύο μέρη («ἐπειδὴ ἡ στοὰ ἑτεροκλινὴς ἐγένετο, ὠρθώθη», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ετεροκλινές
μία από τις μορφές κρυσταλλώσεως τών ορυκτών
αρχ.
κατηφορικός («ἑτεροκλινὲς χωρίον», κατηφορικό μέρος, Ξεν.).
επίρρ...
ετεροκλινώς (ΑΜ ἑτεροκλινῶς)
με κλίση προς το ένα μόνο μέρος, προς τη μία πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + κλινής (< κλίνω), πρβλ. α-κλινής].
Greek Monotonic
ἑτεροκλῐνής: -ές (κλίνω), αυτός που κλίνει προς ένα μέρος, κατηφορικός, κεκλιμένος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἑτεροκλῐνής: наклонный, покатый: τὰ ἑτεροκλινῆ τῶν χωρίων Xen. покатые места, отлогие спуски.