διάλληλος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διάλληλος:''' взаимный: ὁ δ. (тж. διαλλήλων и δι᾽ [[ἀλλήλων]]) [[τρόπος]] Sext. заколдованный (порочный) круг.
|elrutext='''διάλληλος:''' [[взаимный]]: ὁ δ. (тж. διαλλήλων и δι᾽ [[ἀλλήλων]]) [[τρόπος]] Sext. заколдованный (порочный) круг.
}}
}}

Revision as of 15:06, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάλληλος Medium diacritics: διάλληλος Low diacritics: διάλληλος Capitals: ΔΙΑΛΛΗΛΟΣ
Transliteration A: diállēlos Transliteration B: diallēlos Transliteration C: diallilos Beta Code: dia/llhlos

English (LSJ)

ον, A reciprocating, λόγος Stoic. 2.90; interchangeable, of the order of words, A.D.Adv.126.2; confused, of argument, Id.Pron.50.20; διάλληλος τρόπος argument in a circle, S.E.P.1.117, 2.68; δ. δεῖξις Dam.Pr.290. II interrelated, interdependent, Plot.6.8.14.

German (Pape)

[Seite 587] τρόπος, der Cirkel im Schluß, oft Sext. Emp.; vgl. B. A. 535. 27.

Greek (Liddell-Scott)

διάλληλος: τρόπος, ὁ, ἀπόδειξις φαῦλος κύκλος ἐν τῇ λογικῇ καλουμένη, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 117.

Spanish (DGE)

-ον
1 circular, de donde fig., ref. a argumentaciones viciado διάλληλα τὰ τῆς ἐπιχειρήσεως A.D.Pron.50.20, δεῖξις Dam.in Prm.290, Simp.in Cael.478.3, Phlp.in APo.431.1, Eust.Op.261.84
intercambiable del orden de palabras, A.D.Adu.126.2
δ. λόγος círculo vicioso Chrysipp.Stoic.2.90, tb. δ. τρόπος S.E.P.1.117, 2.68.
2 recíproco ἡ ἐπὶ τῷ δείπνῳ εὐφροσύνη Cat.Apoc.3.22 (p.235.26).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM διάλληλος, -ον)
αμοιβαίος
αρχ.
1. αλληλεξαρτώμενος
2. (για λέξεις) αυτός που ανταλλάσσει τη θέση του με άλλον.

Russian (Dvoretsky)

διάλληλος: взаимный: ὁ δ. (тж. διαλλήλων и δι᾽ ἀλλήλων) τρόπος Sext. заколдованный (порочный) круг.