φρυκτωρός: Difference between revisions
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fryktoros | |Transliteration C=fryktoros | ||
|Beta Code=fruktwro/s | |Beta Code=fruktwro/s | ||
|Definition=ὁ, (<b class="b3">φρυκτός 11, οὖρος</b> (B)), <span class="sense"><span class="bld">A</span> | |Definition=ὁ, (<b class="b3">φρυκτός 11, οὖρος</b> (B)), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one who watches on a height to make fire-signals]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>590</span>, <span class="bibl">Th.8.102</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[fire-signal]], [[beacon]], Lyc.345 (proparox., s.v.l.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:35, 20 August 2022
English (LSJ)
ὁ, (φρυκτός 11, οὖρος (B)), A one who watches on a height to make fire-signals, A.Ag.590, Th.8.102. II fire-signal, beacon, Lyc.345 (proparox., s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1311] ὁ, Feuerwache, Wächter, der des Nachts auf einem erhöhten Orte wacht und durch verabredete Feuerzeichen Signale giebt, anrückende Feinde anmeldet u. vgl., Aesch. Ag. 576, vgl. die Schilderung der Kette von Signalfeuern ibid. 291 ff. – Auch das Feuerzeichen selbst, λάμψει καλὸν φρυκτωρόν Lycophr. 345.
Greek (Liddell-Scott)
φρυκτωρός: ὁ, (φρυκτὸς ΙΙ, οὖρος (Β)) φύλαξ φυλάττων εἰς ὕψωμά τι καὶ διαβιβάζων ἐκεῖθεν σημεῖα διὰ πυρσῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 590, Θουκ. 8. 102· ἴδε τὴν πρώτην σκηνὴν καὶ περιγραφὴν ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 281 κἑξ. ΙΙ. αὐτὸ τὸ διὰ πυρσῶν σημεῖον, Λυκόφρ. 345.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
sentinelle chargée d’observer ou d’allumer les feux servant de signaux.
Étymologie: φρυκτός, οὖρος².
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
μσν.
φρυκτός, πυρσός για τη μετάδοση σημάτων, φρυκτωρία
αρχ.
1. φύλακας φρυκτωρίου («ὡς αὐτοῖς οἵ τε φρυκτωροὶ ἐσήμαινον καὶ ᾐσθάνοντο τὰ πυρὰ... ἔγνωσαν ὅτι», Θουκ.)
2. το διά μέσου φρυκτωρίας μεταδιδόμενο σήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρυκτός + -ωρός (< ὁρῶ, βλ. λ. ορώ), πρβλ. θυρ-ωρός].
Greek Monotonic
φρυκτωρός: ὁ (φρυκτός II, οὖρος Β), φύλακας που φυλάει σε πύργο με φωτιές, τις οποίες ανάβει για να ειδοποιήσει σε περίπτωση κινδύνου, Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
φρυκτωρός: ὁ οὖρος III] зажигающий сигнальные огни, сигнальщик Aesch., Thuc.
Middle Liddell
φρυκτ-ωρός, οῦ, ὁ, φρυκτός II, οὖρος2]
a fire-watch, i. e. one who watches to give signals by beacon-fires, Aesch., Thuc.