πλασματώδης: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
m (Text replacement - " :" to ":") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />feint, fictif, imaginaire.<br />'''Étymologie:''' [[πλάσμα]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br />feint, fictif, imaginaire.<br />'''Étymologie:''' [[πλάσμα]], -ωδης. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:30, 21 August 2022
English (LSJ)
ες, A fictitious, Arist.GA764b10, Resp.472b12, Porph. Gaur.2.2; λέγω δὲ πλασματῶδες τὸ πρὸς ὑπόθεσιν βεβιασμένον Arist. Metaph.1082b3; τὸ δραματικὸν καὶ π. Plu.Rom.8.
German (Pape)
[Seite 625] ες, erdichtet, fabelhaft, einer Erdichtung ähnlich; Arist. gen. an. 4, 1; Plut. Rom. 8; verstellt, Aristaen. 1, 18.
Greek (Liddell-Scott)
πλασμᾰτώδης: -ες, πλαστός, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 12, π. Ἀναπν. 5. 2· λέγω δὲ πλασματῶδες τὸ πρὸς ὑπόθεσιν βεβιασμένον ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 7, 24.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
feint, fictif, imaginaire.
Étymologie: πλάσμα, -ωδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α πλάσμα, -ατος]
1. πλαστός, μυθώδης, ψεύτικος
2. προσποιητός, υποκριτικός («πλασματώδεις ὑποφθεγγόμενος ἐπικλίσεις», Αρισταίν.).
Russian (Dvoretsky)
πλασμᾰτώδης: вымышленный, выдуманный, воображаемый Arst., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλασματώδης -ες [πλάσμα] verzonnen.