κολπίας: Difference between revisions
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " ’" to "’") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κολπίας -ου, ὁ [κόλπος] mantel met ruime plooi:. πέπλον | |elnltext=κολπίας -ου, ὁ [κόλπος] mantel met ruime plooi:. πέπλον δ’ ἔρεικε κολπίαν verscheur uw geplooide jurk Aeschl. Pers. 1060. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κολπίας]], ου,<br />[[swelling]] in folds, Aesch. [from [[κόλπος]] | |mdlsjtxt=[[κολπίας]], ου,<br />[[swelling]] in folds, Aesch. [from [[κόλπος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 11:26, 21 August 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, A swelling in folds, πέπλος A.Pers.1060. 2 name of a wind, blowing from the gulf, Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10, Ach.Tat.Intr.Arat. 33.
German (Pape)
[Seite 1475] ὁ, mit einem Busen, bauschig, πέπλος Aesch. Pers. 1017.
Greek (Liddell-Scott)
κολπίας: -ου, ὁ, ὁ ἐξογκούμενος καὶ σχηματίζων κόλπους, κ. πέπλος Αἰσχύλ. Πέρσ. 1060· ― κ. ἄνεμος Φίλων παρ’ Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 34Β.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
sinueux, qui tombe en plis.
Étymologie: κόλπος.
Greek Monolingual
ο (Α κολπίας) κόλπος
θαλάσσιος άνεμος που δημιουργείται γύρω από τα στόμια τών όχι και πολύ ανοιχτών κόλπων, κορφιάς
αρχ.
φρ. «κολπίας πέπλος» — πέπλος που ανασηκώνεται με τα χέρια, έτσι ώστε να σχηματίζει μεγάλες πτυχές.
Greek Monotonic
κολπίας: -ου, ὁ, αυτός που είναι εξογκωμένος και σχηματίζει κόλπους, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κολπίας: ου adj. m складчатый, ниспадающий складками (πέπλος Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολπίας -ου, ὁ [κόλπος] mantel met ruime plooi:. πέπλον δ’ ἔρεικε κολπίαν verscheur uw geplooide jurk Aeschl. Pers. 1060.