αὐτοπαθής: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(αὐτοπᾰθής) -ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que se atormenta a sí mismo]] Φθόνος Nonn.<i>D</i>.8.37.<br /><b class="num">2</b> gram. [[reflexivo]] de pron. op. [[ἀλλοπαθής]] A.D.<i>Pron</i>.44.11<br /><b class="num">•</b>[[intransitivo]] del verbo, op. μεταβατικά A.D.<i>Synt</i>.281.15, op. ἐνεργητικά Choerob.2.19.15.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[por propia experiencia]] αὐ. εἰρῆσθαι Plb.3.12.1, διελθεῖν αὐ. Plu.<i>Cat.Mi</i>.54.<br /><b class="num">2</b> [[resignadamente]] αὐ. ὑπομένειν τοὺς ἐλέγχους Plb.8.17.7.<br /><b class="num">3</b> [[instintivamente]] αὐ. φεύγειν τὴν ἀλγηδόνα Epicur.[1] 137.<br /><b class="num">4</b> gram. [[intransitivamente]] Eust.398.36, 966.23. | |dgtxt=(αὐτοπᾰθής) -ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que se atormenta a sí mismo]] Φθόνος Nonn.<i>D</i>.8.37.<br /><b class="num">2</b> gram. [[reflexivo]] de pron. op. [[ἀλλοπαθής]] A.D.<i>Pron</i>.44.11<br /><b class="num">•</b>[[intransitivo]] del verbo, op. [[μεταβατικά]] A.D.<i>Synt</i>.281.15, op. [[ἐνεργητικά]] Choerob.2.19.15.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[por propia experiencia]] αὐ. εἰρῆσθαι Plb.3.12.1, διελθεῖν αὐ. Plu.<i>Cat.Mi</i>.54.<br /><b class="num">2</b> [[resignadamente]] αὐ. ὑπομένειν τοὺς ἐλέγχους Plb.8.17.7.<br /><b class="num">3</b> [[instintivamente]] αὐ. φεύγειν τὴν ἀλγηδόνα Epicur.[1] 137.<br /><b class="num">4</b> gram. [[intransitivamente]] Eust.398.36, 966.23. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:30, 22 August 2022
English (LSJ)
ές, A speaking from one's own feeling or experience. Adv. -θῶς Plb.3.12.1, Plu.Cat.Mi.54; instinctively, αὐ. φεύγομεν τὴν ἀλγηδόνα Epicur.Fr.66, etc. II Gramm., of pronouns, reflexive, opp. ἀλλοπαθεῖς, A.D.Pron.44.11; of verbs, opp. μεταβατικά, Synt. 281.15.
German (Pape)
[Seite 399] ές (παθεῖν), bei den Gramm. Nomina, Pronomina u. Verba, die die Handlung nicht auf Andere übertragen, sondern auf sich selbst, reflexiva, Ggstz ἀλλοπαθής Apollon. de synt. p. 175; auch αὐτοπαθητικός. – Adv. αὐτοπαθῶς, nach eigener Erfahrung u. Überzeugung, Pol. 3, 12. 8, 19; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοπᾰθής: -ές, αὐτὸς λαβὼν πεῖραν πράγματός τινος. ― Ἐπίρρ. -θως, ἐξ αὐτοπαθείας, ἐξ ἰδίας πείρας, Πολύβ. 3. 12, 1, κτλ. ΙΙ. παρὰ γραμμ., αὐτοπαθῆ εἶναι ὀνόματα, ἀντωνυμίαι καὶ ῥήματα, ἅτινα ἀντανακλῶσι τὴν ἐνέργειαν εἰς ἑαυτά, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀλλοπαθῆ ἤ μεταβατικά, Ἀπολλών. π. Ἀντων. 56Α, Bachm. Ἀνέκδ. 2. 302.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
t. de gramm. réfléchi ou intransitif, p. opp. à ἀλλοπαθής ou μεταβατικός.
Étymologie: αὐτός, πάθος.
Spanish (DGE)
(αὐτοπᾰθής) -ές
I 1que se atormenta a sí mismo Φθόνος Nonn.D.8.37.
2 gram. reflexivo de pron. op. ἀλλοπαθής A.D.Pron.44.11
•intransitivo del verbo, op. μεταβατικά A.D.Synt.281.15, op. ἐνεργητικά Choerob.2.19.15.
II adv. -ῶς
1 por propia experiencia αὐ. εἰρῆσθαι Plb.3.12.1, διελθεῖν αὐ. Plu.Cat.Mi.54.
2 resignadamente αὐ. ὑπομένειν τοὺς ἐλέγχους Plb.8.17.7.
3 instintivamente αὐ. φεύγειν τὴν ἀλγηδόνα Epicur.[1] 137.
4 gram. intransitivamente Eust.398.36, 966.23.
Greek Monolingual
-ές (Α αὐτοπαθής, -ές)
(κυρίως για ρήματα και αντωνυμίες) αυτός που δηλώνει ότι η ενέργεια του υποκειμένου επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο
αρχ.
Ι. αυτός που μιλά εξ ιδίας πείρας
II. επίρρ. αὐτοπαθῶς
ενστικτωδώς, αυθόρμητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -παθής < (θ.) παθ-, έπαθον (αόρ. β' του πάσχω)].
Greek Monotonic
αὐτοπᾰθής: -ές, αυτός που μιλά από προσωπικά αισθήματα ή εμπειρία· επίρρ. -θως, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοπᾰθής: грам.
1) возвратный;
2) непереходный.
Middle Liddell
speaking from one's own feeling or experience:— adv. -θως, Polyb.