ἀνδριαντοποιός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[escultor]] οὐκ ἀνδριαντοποιὸς [[εἰμί]] Pi.<i>N</i>.5.1, οἱ ἀρχαῖοι γραφεῖς καὶ ἀνδριαντοποιοί Arist.<i>Pr</i>.895<sup>b</sup>37, ἀνδριαντοποιοὶ μίμησιν σώματος ποιέουσιν Hp.<i>Vict</i>.1.21, οἰκοδόμων καὶ ἀνδριαντοποιῶν Plu.2.99a, τὸν ἀνδριαντοποιὸν Φειδίαν ... χαλκὸν λαβόντα ... ἀνδριάντας ἀπεργάσασθαι Ph.1.370, cf. Pl.<i>R</i>.540c, <i>Io</i> 533b, <i>Plt</i>.277a, Luc.<i>Phal</i>.1.11, <i>Didyma</i> 81.10<br /><b class="num">•</b>esp. [[escultor en bronce]] op. λιθουργός Arist.<i>EN</i> 1141<sup>a</sup>11.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[escultor]] οὐκ ἀνδριαντοποιὸς [[εἰμί]] Pi.<i>N</i>.5.1, οἱ ἀρχαῖοι γραφεῖς καὶ ἀνδριαντοποιοί Arist.<i>Pr</i>.895<sup>b</sup>37, ἀνδριαντοποιοὶ μίμησιν σώματος ποιέουσιν Hp.<i>Vict</i>.1.21, οἰκοδόμων καὶ ἀνδριαντοποιῶν Plu.2.99a, τὸν ἀνδριαντοποιὸν Φειδίαν ... χαλκὸν λαβόντα ... ἀνδριάντας ἀπεργάσασθαι Ph.1.370, cf. Pl.<i>R</i>.540c, <i>Io</i> 533b, <i>Plt</i>.277a, Luc.<i>Phal</i>.1.11, <i>Didyma</i> 81.10<br /><b class="num">•</b>esp. [[escultor en bronce]] op. [[λιθουργός]] Arist.<i>EN</i> 1141<sup>a</sup>11.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:40, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδριαντοποιός Medium diacritics: ἀνδριαντοποιός Low diacritics: ανδριαντοποιός Capitals: ΑΝΔΡΙΑΝΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: andriantopoiós Transliteration B: andriantopoios Transliteration C: andriantopoios Beta Code: a)ndriantopoio/s

English (LSJ)

ὁ, sculptor, Pi.N.5.1, Pl.R.54cc, etc.; statuary in bronze (cf. ἀνδριάς), opp. λιθουργός, Arist.EN1041a11.

German (Pape)

[Seite 217] ὁ, Bildsäulen machend, Bildhauer, Pind. N. 5, 1; Plat. Alc. II, 140 c u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδριαντοποιός: -οῦ, ὁ, ὁ κατασκευάζων ἀνδριάντας, ἀνδριαντουργός, Πινδ. Ν. 5. 1, Πλάτ. Πολ. 540C, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
statuaire, sculpteur.
Étymologie: ἀνδριάς, ποιέω.

English (Slater)

ἀνδρῐαντοποιός
   1 sculptor οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ, ὥστ' ἐλινύσοντα ἐργάζεσθαι ἀγάλματ (N. 5.1)

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
escultor οὐκ ἀνδριαντοποιὸς εἰμί Pi.N.5.1, οἱ ἀρχαῖοι γραφεῖς καὶ ἀνδριαντοποιοί Arist.Pr.895b37, ἀνδριαντοποιοὶ μίμησιν σώματος ποιέουσιν Hp.Vict.1.21, οἰκοδόμων καὶ ἀνδριαντοποιῶν Plu.2.99a, τὸν ἀνδριαντοποιὸν Φειδίαν ... χαλκὸν λαβόντα ... ἀνδριάντας ἀπεργάσασθαι Ph.1.370, cf. Pl.R.540c, Io 533b, Plt.277a, Luc.Phal.1.11, Didyma 81.10
esp. escultor en bronce op. λιθουργός Arist.EN 1141a11.

Greek Monolingual

ο (Α ἀνδριαντοποιός)
κατασκευαστής ανδριάντων.

Greek Monotonic

ἀνδριαντοποιός: ὁ (ἀνδριάς, ποιέω), αγαλματοποιός, γλύπτης, ανδριαντουργός, σε Πίνδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδριαντοποιός: ὁ ваятель статуй, скульптор Pind., Xen., Plat., Arst., Plut.

Middle Liddell

ἀνδριάς, ποιέω
a statue-maker, statuary, sculptor, Pind., Plat.

English (Woodhouse)

sculptor

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)