подтверждать: Difference between revisions
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(5) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[συνεπιμαρτυρέω]], [[φημί]], [[ἐπινεύω]], [[ἐπαληθεύω]], [[προσαυξάνω]], [[προσμαρτυρέω]], [[συμπιστόομαι]], [[συναποφαίνομαι]], [[μαρτυρέω]], [[συναγορεύω]], [[ὑπερείδω]], [[βεβαιόω]], [[συνεπινεύω]], [[κατάφημι]] | |rueltext=[[συναναιρέω]], [[προσφύω]], [[συνεπιτίθεμαι]], [[συνεπιμαρτυρέω]], [[φημί]], [[ἐπινεύω]], [[ἐπαληθεύω]], [[προσαυξάνω]], [[προσμαρτυρέω]], [[συμπιστόομαι]], [[συναποφαίνομαι]], [[μαρτυρέω]], [[συναγορεύω]], [[ὑπερείδω]], [[βεβαιόω]], [[συνεπινεύω]], [[κατάφημι]], [[ἀληθεύω]], [[πιστόω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:31, 22 August 2022
Russian > Greek
συναναιρέω, προσφύω, συνεπιτίθεμαι, συνεπιμαρτυρέω, φημί, ἐπινεύω, ἐπαληθεύω, προσαυξάνω, προσμαρτυρέω, συμπιστόομαι, συναποφαίνομαι, μαρτυρέω, συναγορεύω, ὑπερείδω, βεβαιόω, συνεπινεύω, κατάφημι, ἀληθεύω, πιστόω