σύαγρος: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σύαγρος:''' ὁ охотник на кабанов Soph.
|elrutext='''σύαγρος:''' ὁ [[охотник на кабанов]] Soph.
}}
}}

Revision as of 10:20, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῠαγρος Medium diacritics: σύαγρος Low diacritics: σύαγρος Capitals: ΣΥΑΓΡΟΣ
Transliteration A: sýagros Transliteration B: syagros Transliteration C: syagros Beta Code: su/agros

English (LSJ)

ὁ, name of a dog, S.Fr.154. II = σῦς ἄγριος or σῦς ἀγρία, wild boar or wild sow, wild swine, Antiph.42, Dionys.Trag.1.2, PRyl.238.3 (iii A.D.), etc.; σ. ἄρρην Gal.12.633; un-Attic acc. to Phryn.358. III name of a kind of frankincense, Dsc.1.68 codd. (Συάγριος cj. Wellmann, i.e. obtained from Σύαγρος in Arabia). 2 a kind of date, Plin.HN13.42.

German (Pape)

[Seite 960] ὁ, der wilde Schweine jagt, von Hunden, Soph. frg. 166 bei Ath. X, 401 d. – Bei Sp. = σῦς ἄγριος, das wilde Schwein, der Eber, vgl. Lob. Phryn. p. 387 u. Ath. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

σύαγρος: ὁ, (σῦς, ἄγρα) ὁ ἀγρεύων ἀγρίους χοίρους, ἐπὶ θηρευτικοῦ κυνός, Σοφ. Ἀποσπ. 166. ΙΙ. = σῦς ἄγριος, ἀγριόχοιρος, Ἀντιφάνης ἐν «Ἁρπαζομένῃ» 1, Διονύσ. παρ’ Ἀθην. 401F, κτλ.· ἀλλ’ οὐδέποτε ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ λόγῳ, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 381. ΙΙΙ. εἶδος ξανθοῦ λιβάνου, ὅστις καλεῖται καὶ ἔντομος, Διοσκ. 1. 81.

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΜΑ
αγριόχοιρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + -αγρός (< ἀγρός), πρβλ. ἵππ-αγρος].
(II)
ὁ, Α
(για κυνηγετικό σκύλο) αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + -αγρός (< ἄγρα), πρβλ. θήρ-αγρος, μύ-αγρος].
(III)
ο, ΝΑ και δ. γρφ. συάγρίος Α Σύαγρος
νεοελλ.
βοτ. γένος φυτών
αρχ.
1. είδος λιβάνου από τον Σύαγρο της Αραβίας
2. ο καρπός της χουρμαδιάς, χουρμάς.

Russian (Dvoretsky)

σύαγρος:охотник на кабанов Soph.