χρησμοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χρησμοποιός:''' ὁ перелагатель оракулов в стихи (χρησμοποιοὶ καὶ χρησμοφύλακες Luc.).
|elrutext='''χρησμοποιός:''' ὁ [[перелагатель оракулов в стихи]] (χρησμοποιοὶ καὶ χρησμοφύλακες Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χρησμο-[[ποιός]], όν [[ποιέω]]<br />[[making]] oracles in [[verse]], Luc.
|mdlsjtxt=χρησμο-[[ποιός]], όν [[ποιέω]]<br />[[making]] oracles in [[verse]], Luc.
}}
}}

Revision as of 10:25, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρησμοποιός Medium diacritics: χρησμοποιός Low diacritics: χρησμοποιός Capitals: ΧΡΗΣΜΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: chrēsmopoiós Transliteration B: chrēsmopoios Transliteration C: chrismopoios Beta Code: xrhsmopoio/s

English (LSJ)

όν, A making oracles in verse, Luc.Alex. 23.

German (Pape)

[Seite 1375] Orakel in Verse fassend, Luc. Alex. 23.

Greek (Liddell-Scott)

χρησμοποιός: -όν, ὁ στιχουργῶν χρησμούς, Λουκ. Ἀλέξ. 23.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui compose des oracles (en vers).
Étymologie: χρησμός, ποιέω.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
αυτός που γράφει χρησμούς σε στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -ποιός].

Greek Monotonic

χρησμοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που μετατρέπει τους χρησμούς σε έμμετρο λόγο (στίχους), σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

χρησμοποιός:перелагатель оракулов в стихи (χρησμοποιοὶ καὶ χρησμοφύλακες Luc.).

Middle Liddell

χρησμο-ποιός, όν ποιέω
making oracles in verse, Luc.