νωτιδανός: Difference between revisions
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νωτῐδᾰνός:''' ὁ нотидан (разновидность акулы с острым спинным плавником) Arst. | |elrutext='''νωτῐδᾰνός:''' ὁ [[нотидан]] (разновидность акулы с острым спинным плавником) Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:29, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ, a kind of γαλεός I, Arist.Fr.310; called ἐπινωτιδεύς by Epaenet. ap. Ath.7.294d.
German (Pape)
[Seite 273] ὁ, eine Haifischart mit einem Stachel an der Rückenflosse, sonst auch ἐπινωτιδεύς genannt, Arist. bei Ath. VII, 294 d.
Greek (Liddell-Scott)
νωτιδᾰνός: ὁ, ὁ ἔχων ὀξὺ νωτιαῖον πτερύγιον, ἐπὶ καρχαρίου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 293· πρβλ. ἐπινωτιδεύς.
Greek Monolingual
ο (Α νωτιδανός)
γένος σελαχίων στο οποίο ανήκουν είδη μεγαλόσωμων ψαριών με οξύ νωτιαίο πτερύγιο και με επίμηκες και χοντρό κεφάλι που απολήγει σε οξύ ρύγχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + κατάλ. -(ι)δανός (πρβλ. ουτιδανός, ληθεδανός)].
Russian (Dvoretsky)
νωτῐδᾰνός: ὁ нотидан (разновидность акулы с острым спинным плавником) Arst.