σεβασμός: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
m (LSJ2 replacement) |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σεβασμός:''' ὁ почитание, культ ([[θεῶν]] Plut.). | |elrutext='''σεβασμός:''' ὁ [[почитание]], [[культ]] ([[θεῶν]] Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 23 August 2022
English (LSJ)
ὁ, = σέβασις, OGI 383.80 (Commagene, i BC), cf. DS. 1.83; σεβασμὸν ἀποδοῦναι Aristeas 179; τὸν περὶ τῶν θεῶν σ. Placit. 1.6.9, cf. SIG 867.36 (ii AD); περὶ τοὺς βασιλέας Str. 11.13.9; σ. τοῦ σοφοῦ Epicur. Sent.Vat. 32; τὸν σ. τοῦ λόγου M.Ant 4.16; ἀρχὴ σεβασμοῦ μεστή of majesty, DH. 6.81; pl., Orph. H. 17.8 bis, DH. 2.75.
ritual, Gal. 12.173.
German (Pape)
[Seite 867] ὁ, = σέβασις; D. Hal. 6, 81, oft; auch θεῶν, Plut. plac. phil. 1, 6.
Greek (Liddell-Scott)
σεβασμός: ὁ, = σέβασις, ὡς καὶ νῦν, θεῶν Πλούτ. 2. 879F, Κλήμ. Ἀλ. 42· ἀρχὴ σεβασμοῦ μεστή, πλήρης μεγαλείου, Διον. Ἁλ. 6. 81· ἐν τῷ πληθ., Ὀρφ. Ὕμν. 17. 18, ἴδε Διον. Ἁλ. 2. 75.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. σέβασις.
Étymologie: σεβάζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ σεβάζομαι
το να σέβεται κανείς κάποιον, να τον υπολήπτεται και να τον τιμά, σέβας (α. «σεβασμός προς τους γονείς» β. «τὸν περὶ τῶν θεῶν σεβασμόν», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. τήρηση (α. «σεβασμός τών συμφωνιών» β. «σεβασμός της εκεχειρίας»)
2. φρ. «τρέφω σεβασμό για κάποιον» — σέβομαι κάποιον, τον έχω σε υπόληψη («τρέφει μεγάλο σεβασμό στους ανωτέρους του»)
αρχ.
1. το αντικείμενο του σεβασμού
2. ιεροτελεστία, λατρευτικό τυπικό.