ἱπποδρομία: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἱπποδρομία:''' ἡ состязание в беге на конях, конское ристание Pind., Thuc., Arph., Xen., Plat., Plut.
|elrutext='''ἱπποδρομία:''' ἡ [[состязание в беге на конях]], [[конское ристание]] Pind., Thuc., Arph., Xen., Plat., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 11:00, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποδρομία Medium diacritics: ἱπποδρομία Low diacritics: ιπποδρομία Capitals: ΙΠΠΟΔΡΟΜΙΑ
Transliteration A: hippodromía Transliteration B: hippodromia Transliteration C: ippodromia Beta Code: i(ppodromi/a

English (LSJ)

ἡ, A horse-race or chariot-race, Pi.P.4.67, I.3.13, X.Smp.1.2, Pl.Ion537a, Arist.Ath.60.1, IG22.784 (iii B.C.), SIG730.30 (Olbia, i B.C.); ἱ. ἄγειν Ar.Pax900; ποιεῖν Th.3.104; ἱ. παιδική, ἣν καλοῦσι Τροίαν,= Lat. ludus Troiae, Plu.Cat.Mi.3.

German (Pape)

[Seite 1259] ἡ, Pferderennen, Wettlauf zu Pferde od. zu Wagen; Pind. P. 4, 67 I. 3, 13; Plat. Ion 537 a; ἄγειν Ar. Pax 899; ποιεῖν Thuc. 3, 104; Xen. Hell. 3, 2, 5. Vgl. Plut. Cat. min. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποδρομία: ἡ, ἱπποδρομικὸς ἀγὼν ἵππων ἢ ἁρμάτων, Πινδ. Π. 4. 119, Ι. 3. 21, Ἀττ.· ἱπποδρομίαν ἄξετε Ἀριστοφ. Εἰρ. 899· ποιεῖν Θουκ. 3. 104· ἱππ. παιδική, ἣν καλοῦσι Τροίαν (ἣν περιγράφει ὁ Οὐεργίλιος ἐν Αἰν. 5. 545 κἑξ.), Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 3. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱπποδρομία· ἀγὼν Ἀθήνησι Θησεῖ ἀγόμενος».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
course de chevaux ou de chars.
Étymologie: ἱππόδρομος.

English (Slater)

ἱπποδρομία
   1 horse race Πυθὼ κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας (P. 4.67) ἱπποδρομίᾳ κρατέων (I. 3.13)

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἱπποδρομία) ιππόδρομος
ιπποδρομικός αγώνας, αγώνας ταχύτητας ίππων ή αρμάτων, αρματοδρομία («Παναθηναίων τῶν μεγάλων ἱπποδρομία», Ξεν.)
αρχ.
ονομασία παιχνιδιού («ἱπποδρομία παιδική, ἥν καλοῦσι Τροίαν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἱπποδρομία: ἡ, ιπποδρομία ή αρματοδρομία, σε Αριστοφ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποδρομία:состязание в беге на конях, конское ристание Pind., Thuc., Arph., Xen., Plat., Plut.

Middle Liddell

ἱπποδρομία, ἡ,
a horse-race or chariot-race, Ar., Thuc.

English (Woodhouse)

horse-racing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)