ἵππαιχμος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἵππαιχμος:''' ὁ сражающийся верхом, конный ([[λαός]] Pind.). | |elrutext='''ἵππαιχμος:''' ὁ [[сражающийся верхом]], [[конный]] ([[λαός]] Pind.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:05, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, A fighting on horseback, equestrian, Pi.N.1.17.
German (Pape)
[Seite 1257] zu Pferde kämpfend, λαός, Pind. N. 1, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἵππαιχμος: -ον, ὁ μαχόμενος ἀπὸ ἵππου, ἕφιππος πολεμιστής, Πινδ. Ν. 1. 25.
English (Slater)
ἵππαιχμος
1 of armed horsemen ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον (N. 1.17)
Greek Monolingual
ἵππαιχμος, -ον (Α)
αυτός που πολεμά έφιππος («λαὸν ἵππαιχμον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -αιχμος (< αἰχμή «μάχη»), πρβλ. αρέταιχμος, σύναιχμος].
Russian (Dvoretsky)
ἵππαιχμος: ὁ сражающийся верхом, конный (λαός Pind.).