θαυματουργός: Difference between revisions

From LSJ

Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes

Menander, Monostichoi, 394
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui fait des tours d’adresse.<br />'''Étymologie:''' [[θαῦμα]], [[ἔργον]].
|btext=ός, όν :<br />qui fait des tours d'adresse.<br />'''Étymologie:''' [[θαῦμα]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[θαματουργός]], -ή, -ό (AM [[θαυματουργός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρει αξιοθαύμαστα αποτελέσματα, ο πολύ [[αποτελεσματικός]] («θαυματουργό [[φάρμακο]]»)<br /><b>2.</b> ο [[αριστοτέχνης]] στο επάγγελμά του<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που κάνει θαύματα («θαυματουργή [[εικόνα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[θαυματουργός]] και -<i>ά</i><br />με θαυματουργό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαύμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), [[πρβλ]]. [[ελαιουργός]], [[ξυλουργός]]].
|mltxt=και [[θαματουργός]], -ή, -ό (AM [[θαυματουργός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρει αξιοθαύμαστα αποτελέσματα, ο πολύ [[αποτελεσματικός]] («θαυματουργό [[φάρμακο]]»)<br /><b>2.</b> ο [[αριστοτέχνης]] στο επάγγελμά του<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που κάνει θαύματα («θαυματουργή [[εικόνα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[θαυματουργός]] και -<i>ά</i><br />με θαυματουργό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαύμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), [[πρβλ]]. [[ελαιουργός]], [[ξυλουργός]]].
}}
}}

Revision as of 11:36, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαυμᾰτουργός Medium diacritics: θαυματουργός Low diacritics: θαυματουργός Capitals: ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: thaumatourgós Transliteration B: thaumatourgos Transliteration C: thavmatourgos Beta Code: qaumatourgo/s

English (LSJ)

όν, A = θαυματοποιός, γυναῖκες acrobats, Ath.4.129d. II puppet maker or puppet showman, Hero Aut.1.7(pl.).

German (Pape)

[Seite 1189] = θαυματοποιός, Ath. IV, 129 d u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θαυμᾰτουργός: -όν, (*ἔργω) = θαυματοποιός, Ἀθήν. 129D.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait des tours d'adresse.
Étymologie: θαῦμα, ἔργον.

Greek Monolingual

και θαματουργός, -ή, -ό (AM θαυματουργός, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που φέρει αξιοθαύμαστα αποτελέσματα, ο πολύ αποτελεσματικός («θαυματουργό φάρμακο»)
2. ο αριστοτέχνης στο επάγγελμά του
νεοελλ.-μσν.
αυτός που κάνει θαύματα («θαυματουργή εικόνα»)
αρχ.
αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά.
επίρρ...
θαυματουργός και -ά
με θαυματουργό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, -ατος + -ουργός (< έργον), πρβλ. ελαιουργός, ξυλουργός].