ἀκραγής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
m (Text replacement - "ἀ- priv." to "ἀ- priv.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui ne crie pas, muet ; <i>sel. d’autres</i> qui crie fort, féroce.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ-]] priv. ou augm., [[κράζω]].
|btext=ής, ές :<br />qui ne crie pas, muet ; <i>sel. d'autres</i> qui crie fort, féroce.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ-]] priv. ou augm., [[κράζω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 12:43, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκραγής Medium diacritics: ἀκραγής Low diacritics: ακραγής Capitals: ΑΚΡΑΓΗΣ
Transliteration A: akragḗs Transliteration B: akragēs Transliteration C: akragis Beta Code: a)kragh/s

English (LSJ)

ές, (κράζω) A not barking, ἀκραγεῖς κύνες, of gryphons, A. Pr.803. Hsch. expl. ἀκραγές by δυσχερές, σκληρόν, ὀξύχολον, cf. ἄκραγγες (leg. ἀκραγές) · ἀκρόχολον AB369.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρᾰγής: -ές, (κράζω) ὁ μὴ ὑλακτῶν, ἀκραγεῖς κύνες, ἐπὶ τῶν γρυπῶν· (ὡς πῦρ ἀνήφαιστον, κτλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 803. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει ἀκραγὲς διὰ τοῦ δυσχερές, σκληρόν, ὀξύχολον, καὶ ἐν Α. Β. 369 ἀναγινώσκομεν ἄκραγγες (ἀναγίνωσκε ἀκραγές), ἀκρόχολον, κτλ. ὁπόθεν ὁ Meineke ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 3, σ. 452 ὑποπτεύει ὅτι ἡ λέξις εἶναι σύνθετος ἐκ τῶν ἄκρος, ἄγος· ὁ δὲ Ἕρμανν. ἐκ τῶν ἄκρος, ἄγη· πρβλ. ἀκλαγγί.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ne crie pas, muet ; sel. d'autres qui crie fort, féroce.
Étymologie: ἀ- priv. ou augm., κράζω.

Spanish (DGE)

(ἀκρᾰγής) -ές
• Alolema(s): ἀκραγγ- Phot.α 831, An.Bachm.1.59
1 feroz, rabioso κύνες A.Pr.803, cf. Hsch., Phot.l.c., An.Bachm.l.c.
2 débil Hsch., Phot.l.c.
• Etimología: Cf. κράζω.

Greek Monolingual

ἀκραγής, -ὲς (Α)
1. αυτός που δεν κράζει, δεν γαβγίζει
2. φρ. «ἀκραγεῑς κύνες», γρύπες, μυθικά όντα με σώμα λιονταριού και κεφάλι και φτερά αετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + ἔκραγον, κράζω.

Greek Monotonic

ἀκρᾰγής: -ές (κράζω), αυτός που δεν γαυγίζει, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρᾰγής: безмолвный, молчаливый, по друг. ἀκρ-ᾰγής 2 неистовый, бешеный (κύνες Διός Aesch.).

Middle Liddell

κράζω
not barking, Aesch.