ἀλκαία: Difference between revisions
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />queue | |btext=ας (ἡ) :<br />queue d'un animal robuste.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλκαῖος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλκαία]], η (AM)<br />[[ουρά]] ζώου και ειδικότερα του λιονταριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του επιθ. <i>ἀλκαίος</i> «[[δυνατός]], [[ισχυρός]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλκή]]), που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό]. | |mltxt=[[ἀλκαία]], η (AM)<br />[[ουρά]] ζώου και ειδικότερα του λιονταριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του επιθ. <i>ἀλκαίος</i> «[[δυνατός]], [[ισχυρός]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλκή]]), που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ A tail, especially of lion, Ael.NA5.39, Sch.A.R.4.1614; generally, Com.ib.cit., Call.Fr.317, Opp.H.5.264. II vervain mallow, Malva moschata, Dsc.3.1476:—also ἀλκαῖον, τό, Hsch.
German (Pape)
[Seite 99] ἡ, der Schweif des Löwen (Schol. Nic. Th. 123 κυρίως τοῦ λέοντος οὐρὰ ἀλκαία καλεῖται, ὅτι δι' αὐτῆς ἑαυτὸν ἐγείρει εἰς τὴν ἀλκήν), Ael. H. A. 5, 39. 16, 10. Bei Ap. Rh. 4, 1613 u. Nic. Th. 123 steht jetzt ὁλκαίη. Allgemeiner soll es Callim. frg. 317 gebraucht haben. Eigtl. fem. von
Greek (Liddell-Scott)
ἀλκαία: ἡ, ἡ οὐρὰ τοῦ λέοντος, Αἰλ. περὶ Ζ. 5. 39., Ὀππ. Ἁ. 5. 264· πρβλ. ὁλκαία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
queue d'un animal robuste.
Étymologie: ἀλκαῖος.
Greek Monolingual
ἀλκαία, η (AM)
ουρά ζώου και ειδικότερα του λιονταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του επιθ. ἀλκαίος «δυνατός, ισχυρός» (< ἀλκή), που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό].