ἀνάκλησις: Difference between revisions
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
mNo edit summary |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> invocation;<br /><b>2</b> salut;<br /><b>3</b> rappel, signal de retraite | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> invocation;<br /><b>2</b> salut;<br /><b>3</b> rappel, signal de retraite d'une troupe.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνακαλέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 13:01, 23 August 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀνακαλέω)
A calling on, invocation, θεῶν Th.7.71; salutation, address, Plu.2.35a.
2 calling aloud, οἱ βάτραχοι . . ἀνακλήσεσι χρῶνται ib.982e; ζητεῖν τινα μετ' ἀνακλήσεως Nymphis 9.
II recalling, ἀ. θέρμης ποιέεσθαι Aret.CD 2.7, cf. SD 2.12: metaph., ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν ἐπὶ τὰ νοητά Porph.Marc.10.
2 restoration, revival, Aret.SA1.6, cf. SD1.7.
3 retreat, ἀ. σάλπιγγι σημαίνειν Plu.Fab.12, cf. Alex.33, Onos.10.2.
German (Pape)
[Seite 192] ἡ, das Anrufen, θεῶν Thuc. 7, 71; Plut. Rom. 29; das Zurückrufen, zum Rückzug, Plut. Fab. Max. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκλησις: -εως, ἡ, (ἀνακαλέω) ἐπίκλησις, θεῶν Θουκ. 7. 71· χαιρετισμός, προσαγόρευσις, Πλούτ. 2. 35Α. 2) συνεχὲς ἐπίφθεγμα, οἱ βάτραχοι περὶ τὰς ὀχείας ἀνακλήσεσι χρῶνται αὐτόθι 982D. ΙΙ. ἐπανάκλησις, ἀνάκλησιν θέρμης ποιέεται Ἀρετ. Θερ. Χρον. Παθ. 2. 7, πρβλ. Αἴτ. 2. 12. 2) ἀποκατάστασις, ἀνάληψις, ἀνάρρωσις, ὁ αὐτὸς π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6, πρβλ. π. Χρον. Παθ. 1. 7. 3) ἀνάκλησις, ἀνάκλ. σάλπιγγι σημαίνειν, = τὸ ἀνακλητικὸν σημαίνειν Πλουτ. Φάβ. 12, πρβλ. Ἀλέξ. 33.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 invocation;
2 salut;
3 rappel, signal de retraite d'une troupe.
Étymologie: ἀνακαλέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1invocación θεῶν Th.7.71
•salutación Plu.2.35a.
2 llamada a gritos, grito ζητεῖν ... αὐτὸν μετὰ ... ἀνακλήσεως Nymphis 5, οἱ ... βάτραχοι ... ἀνακλήσεσι χρῶνται Plu.2.982e.
II retirada ἀνάκλησιν ... θέρμης ποιέεται Aret.CD 2.7.3, cf. SD 2.12.10, fig. ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν ἐπὶ τὰ νοητά Porph.Marc.10
•milit. retirada τῇ σάλπιγγι σημήνας ἀνάκλησιν Plu.Fab.12, cf. Alex.33, Onas.10.2.
III reanimación, recuperación Aret.SD 1.6.2.
Greek Monotonic
ἀνάκλησις: -εως, ἡ (ἀνακαλέω),
I. κάλεσμα, πρόσκληση, επίκληση, θεῶν, σε Θουκ.
II. επανάκληση· υποχώρηση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάκλησις: εως ἡ
1) взывание, зов, призыв (θεῶν Thuc., Plut.; ἀ. ἀλλήλων Plut.): τῇ σαλπίγγι σημῇνας ἀνάκλησιν Plut. дав трубный сигнал к отступлению;
2) обращение (δεξιώσεις καὶ ἀνακλήσεις Plut.).
Middle Liddell
ἀνακαλέω
I. a calling on, invocation, θεῶν Thuc.
II. a recalling: retreat, Plut.