παραμεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parameyomai
|Transliteration C=parameyomai
|Beta Code=parameu/omai
|Beta Code=parameu/omai
|Definition=Dor. form of <b class="b3">παραμείβομαι, μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλων</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[will surpass]] the beauty of others, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>11.13</span>: an Act. form <b class="b3">παραμεῦσαι· παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι</b>, Hsch.</span>
|Definition=Dor. form of <b class="b3">παραμείβομαι, μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλων</b> [[will surpass]] the beauty of others, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>11.13</span>: an Act. form <b class="b3">παραμεῦσαι· παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι</b>, Hsch.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:45, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰμεύομαι Medium diacritics: παραμεύομαι Low diacritics: παραμεύομαι Capitals: ΠΑΡΑΜΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: parameúomai Transliteration B: parameuomai Transliteration C: parameyomai Beta Code: parameu/omai

English (LSJ)

Dor. form of παραμείβομαι, μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλων will surpass the beauty of others, Pi.N.11.13: an Act. form παραμεῦσαι· παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰμεύομαι: Δωρικ. τύπος τοῦ παραμείβομαι, παραμεύεσθαί τινος μορφάν, ὑπερβαίνειν τὴν καλλονήν τινος, Πινδ. Ν. 11. 17. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραμεῦσαι· παραλλάξαι. ἐκτραπῆναι».

French (Bailly abrégé)

surpasser.
Étymologie: παρά, *ἀμεύομαι.

English (Slater)

παρᾰμεύομαι = παραμείβομαι,
   1 surpass εἰ δὲ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους (Hartung: ἄλλων codd.) (N. 11.13)

Greek Monolingual

Α
1. υπερέχω, υπερτερώ ως προς κάτι, παραμείβομαι («μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους», Πίνδ.)
2. (ως ενεργ. που απαντά μόνο στο απρμφ. αορ.) παραμεῦσαι
(κατά τον Ησύχ.) «παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀμεύομαι «υπερβάλλω, νικώ»].

Greek Monotonic

παρᾰμεύομαι: Δωρ. αντί παραμείβομαι, παραμεύεσθαι τινος μορφάν, υπερέχω, ξεπερνώ, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

παρᾰμεύομαι: (только fut. παραμεύσομαι) превосходить: π. τινος μορφάν Pind. превзойти кого-л. красотой.

Middle Liddell

doric for παραμείβομαι
παραμεύεσθαί τινος μορφάν to surpass, Pind.