πραϋπαθής: Difference between revisions
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=praypathis | |Transliteration C=praypathis | ||
|Beta Code=prau+paqh/s | |Beta Code=prau+paqh/s | ||
|Definition=ές, | |Definition=ές, [[mild-tempered]], <span class="bibl">Id.2.351</span>, prob. ib.<span class="bibl">595</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[πραο-]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:45, 23 August 2022
English (LSJ)
ές, mild-tempered, Id.2.351, prob. ib.595 (v.l. πραο-).
German (Pape)
[Seite 696] ές, sanftmüthig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾱϋπᾰθής: -ές, ὁ ἔχων πραεῖαν διάθεσιν, χαρακτῆρα πρᾶον, Βασιλ. τ. 1, σ. 216Β (= 145C), καὶ πιθ. γραφ. παρὰ Φίλωνι 2. 595· ― Ῥῆμ., παθέω, ὁ αὐτ. 1. 547· οὐσιαστ. πάθεια, ἡ, ὁ αὐτ. 2. 31.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει ήπιο χαρακτήρα, πράος, ήμερος.
επίρρ...
πραϋπαθῶς
κατά τρόπο πραϋπαθή, ήπια, ήμερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή του πρᾶος + -παθής (< πάθος < πάσχω), πρβλ. ομοιο-παθής].