προμίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=promignymi
|Transliteration C=promignymi
|Beta Code=promi/gnumi
|Beta Code=promi/gnumi
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[προμείγνυμι]].</span>
|Definition=v. [[προμείγνυμι]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:05, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμίγνυμι Medium diacritics: προμίγνυμι Low diacritics: προμίγνυμι Capitals: ΠΡΟΜΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: promígnymi Transliteration B: promignymi Transliteration C: promignymi Beta Code: promi/gnumi

English (LSJ)

v. προμείγνυμι.

German (Pape)

[Seite 734] (s. μίγνυμι), vor od. vorher vermischen, παλλακίδι προμιγῆναι, vorher mit dem Kebsweibe Gemeinschaft pflegen, Iliad. 9, 452.

Greek (Liddell-Scott)

προμίγνῡμι: μιγνύω ἐκ τῶν προτέρων· ― Παθ., παλλακίδι προμῐγῆναι, «μιγῆναι. συνελθεῖν» (Εὐστ.), Ἰλ. Ι. 452.

French (Bailly abrégé)

ao.2 inf. Pass. προμιγῆναι;
mêler auparavant ; Pass. s'unir auparavant avec, τινι.
Étymologie: πρό, μίγνυμι.

Greek Monolingual

Α μείγνυμι, μίγνυμι
1. αναμιγνύομαι προηγουμένως
2. μτφ. συνουσιάζομαι προηγουμένως.

Greek Monotonic

προμίγνῡμι: μέλ. -μίξω, αναμειγνύω από πριν — Παθ., παλλακίδι προμῐγῆναι (απαρ. αορ. βʹ), συνευρίσκομαι μαζί της από πριν, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

προμίγνῡμι: ранее смешивать: προμῐγῆναί τινι Hom. вступить в связь с кем-л.

Middle Liddell

fut. -μίξω
to mingle beforehand:—Pass., παλλακίδι προμῐγῆναι (aor2 inf.) to have intercourse with her before, Il.