σωματοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=somatoforos | |Transliteration C=somatoforos | ||
|Beta Code=swmatofo/ros | |Beta Code=swmatofo/ros | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[bearing a metallic substance]], [[γῆ]] Olymp.Alch.<span class="bibl">p.71</span> B. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:20, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, bearing a metallic substance, γῆ Olymp.Alch.p.71 B.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοφόρος: -ον, ὁ σῶμα ἢ πτῶμα φέρων, Νικήτ. Δαυΐδ Παραφρ. Γρηγ. Ναζ. σ. 66, 19, ἔκδ. Drenk.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(για τον Χριστό) αυτός που φέρει, που έχει σώμα
μσν.
αυτός που μεταφέρει νεκρό
αρχ.
(για έδαφος) αυτός που περιέχει μεταλλικές ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -φόρος (< φέρω)].