φλαυρουργός: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=flavrourgos | |Transliteration C=flavrourgos | ||
|Beta Code=flaurourgo/s | |Beta Code=flaurourgo/s | ||
|Definition=όν, | |Definition=όν, [[working badly]], <b class="b3">φλαυρουργοῦ τινος . . ἀνδρός</b> of some [[sorry]] workman, <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>35</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:55, 23 August 2022
English (LSJ)
όν, working badly, φλαυρουργοῦ τινος . . ἀνδρός of some sorry workman, S.Ph.35.
Greek (Liddell-Scott)
φλαυρουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κακῶς ἐργαζόμενος, φλαυρουργοῦ τινος... ἀνδρός, ἀθλίου τινὸς ἐργάτου, Σοφ. Φιλ. 35.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
mauvais artisan.
Étymologie: φλαῦρος, ἔργον.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που κατασκευάζει πράγματα ανάξια λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλαῦρος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μεγαλ-ουργός].
Greek Monotonic
φλαυρουργός: -όν (*ἔργω), αυτός που δουλεύει άσχημα, ἀνὴρ φλαυρουργός, άθλιος εργάτης, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
φλαυρουργός: плохо работающий: φ. ἀνήρ Soph. неумелый работник.
Middle Liddell
φλαυρ-ουργός, όν [*ἔργω
working badly, ἀνὴρ φλ. a sorry workman, Soph.