ψεκτός: Difference between revisions
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psektos | |Transliteration C=psektos | ||
|Beta Code=yekto/s | |Beta Code=yekto/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ή, όν, [[blameworthy]], opp. [[ἐπαινετός]], <span class="bibl">Pl. <span class="title">Cra.</span>416c</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1108a16</span>, <span class="bibl">Plb.3.4.1</span>, etc. Adv. -τῶς <span class="bibl">Poll.4.26</span> ([[si vera lectio|s.v.l.]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:25, 23 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, blameworthy, opp. ἐπαινετός, Pl. Cra.416c, Arist.EN1108a16, Plb.3.4.1, etc. Adv. -τῶς Poll.4.26 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1392] adj. verb. von ψέγω, getadelt, zu tadeln, tadelnswürdig, im Ggstz von ἐπαινετός, Plat. Crat. 416 d; auch adv. ψεκτῶς, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψεκτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεμπτός, ὃν δύναταί τις νὰ ψέξῃ, νὰ κατακρίνῃ ἢ νὰ κατηγορήσῃ, ἀντίθετον τῷ ἐπαινετός, Πλάτ. Κρατ. 416D, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 9, 8. κλπ. - Ἐπίρρ. -τῶς, Πολυδ. Δ΄, 26.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
blâmable.
Étymologie: ψέγω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ψεκτός, -όν, ΝΑ ψέγω
αξιόμεμπτος.
επίρρ...
ψεκτῶς Α
με ψεκτό, αξιοκατάκριτο τρόπο.
Greek Monotonic
ψεκτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., μεμπτός, αυτός τον οποίον μπορεί κάποιος να κατηγορήσει, αξιοκατάκριτος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ψεκτός: [adj. verb. к ψέγω достойный порицания, недостойный, зазорный Plat., Arst., Polyb., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψεκτός -ή -όν [ψέγω] laakbaar, kwalijk.
Middle Liddell
ψεκτός, ή, όν verb. adj.]
blamed, blameable, Plat.